Ο Μάικ, ένα αγόρι δεκατεσσάρων χρόνων, ανακρίνεται από Γερμανούς αστυνομικούς. Είναι ματωμένος και έχει βρέξει το παντελόνι του από φόβο. Ο Τσικ, αν ήταν τώρα στη θέση του, δεν θα τους μαρτυρούσε τίποτα, έλεγε o Μάικ στον εαυτό του και έπαιρνε δύναμη. Ο Τσικ ήταν για τον Μάικ το πρότυπο τόλμης, θάρρους και πείρας στη ζωή. Όμως, πού βρισκόταν άραγε ο Τσικ;
Σύμφωνα με την υπόθεση, δύο αγόρια, ο Μάικ και ο Τσικ, είναι συμμαθητές και παράλληλα αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικούς κόσμους. Ο Μάικ, γόνος μιας αστικής οικογένειας Γερμανών, ζει στο Βερολίνο. Η αλκοολική μητέρα του είναι περαστική από το σπίτι, μετακινούμενη συνεχώς στο γήπεδο του τένις και στο «σπα». «Σπα» αποκαλούν το κέντρο αποτοξίνωσης που επισκέπτεται κάθε τόσο. Και ο πατέρας του, ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας που κοιτά «αλλού». O Mάικ διακατέχεται από μια επικίνδυνη αθωότητα και μια ανύπαρκτη υστεροβουλία , αιτία που τον φέρνει συχνά σε σύγκρουση με τα όρια του υποκριτικού καθωσπρεπισμού των μεγάλων. Στο σχολείο όλοι τον φωνάζουν «ο πυροβολημένος». Είναι κάτι και αυτό! Ένα παρατσούκλι σου δίνει ταυτότητα, σημασία και αξία. Όμως, μερικές φορές, ούτε αυτό είναι αρκετό για να προσελκύσεις το ενδιαφέρον των άλλων. Σαν όλοι να είναι κομμάτι μιας κοινωνίας στην οποία εσύ είσαι παράταιρος. Δεν χωράς. Είσαι εκτός. Στο περιθώριο. Ο Τσικ ήταν και αυτός παράταιρος. Ρωσικής καταγωγής, ήρθε στην τάξη του Μάικ μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Αμίλητος και νυσταλέος στο τελευταίο θρανίο της τάξης, μυρίζοντας συχνά αλκοόλ, ενώ κάτι ψίθυροι που ο ίδιος ενέσπειρε έλεγαν για Ρώσικη Μαφία. Όλοι τον φοβούνταν και τον απέφευγαν. Κι η Τατιάνα! Ο ανομολόγητος έρωτας του Μάικ, η αιτία για την οποία ξεκίνησαν όλα. Έχει τα γενέθλιά της και καλεί τους πάντες, εκτός του Μάικ και του Τσικ.
Αυτά τα δύο παιδιά με διαφορετική προέλευση και κουλτούρα, με μόνο κοινό στοιχείο την απουσία της οικογένειας γύρω τους, δρουν χωρίς όρια, φραγμούς, περιορισμούς, χάρτη, πυξίδα και προσανατολισμό, τολμούν τα πάντα, και μετατρέπονται σε καθρέπτη των γύρω, κρίνοντας τους. Μοιάζει να θέλουν έναν άλλο κόσμο. Τον δικό τους.
Την ημέρα των γενεθλίων της, η μητέρα του Μάικ πάει στο «σπα» κι ο πατέρας του φεύγει με την γραμματέα του σε «επαγγελματικό» ταξίδι. Ο Μάικ ποτίζει τον κήπο, όταν καταφθάνει ο Τσικ οδηγώντας ένα σαραβαλάκι Λάντα που έχει «δανειστεί». Τον καλεί να πάνε απρόσκλητοι στο πάρτι της Τατιάνας. Να πουλήσουν μούρη σε όλους! Ο Μάικ έχει πολλές αναστολές, αλλά ο Τσικ τον πείθει. Όμως, δεν πήγαν μόνο εκεί. Στην περιπετειώδη διαδρομή τους συναντούν την Ίζα, συνομήλικη τους, γεμάτη ευρηματικότητα και πρόκληση. Γίνονται μια παρέα, συνεχίζουν μαζί κι, όταν η φύση μέσα τους ξυπνά, υποκύπτουν σ’ ένα μεγαλύτερο ένστικτο – αυτό της επιβίωσης. Ώσπου, σε μια κατηφόρα το αυτοκίνητο σταματά ύστερα από πολλές τούμπες, με τη μηχανή προς τα επάνω. Ο Τσικ είπε να το βάλουν στα πόδια, ο Μάικ είπε να μείνουν. Ποιος είχε δίκιο;
Στο τέλος του καλοκαιριού και με την επιστροφή του στο σχολείο, ο Μάικ, αυτός «ο πυροβολημένος», τώρα ξαφνικά ήταν ο ΗΡΩΑΣ. Είχε γίνει άνδρας, αφήνοντας πίσω παιδικότητα και εφηβεία. Μέσα σε εκείνες τις ημέρες, γνώρισε τη φύση και τον κόσμο γύρω του. Ένιωσε τον φόβο, την περιέργεια, την αγωνία, τη φιλία, άντεξε τον σωματικό πόνο, υπερασπίστηκε ανθρώπους και αξίες, αγάπησε ανθρώπους, πόθησε το αντίθετο φύλο, τόλμησε, έδωσε και μοιράστηκε ύλη και συναίσθημα. Ξεπέρασε τα όριά του υπερασπιζόμενος τον φίλο του, σεβάστηκε την διαφορετικότητα του και τέλος, να! Επέστρεψε νικητής και ατσαλωμένος χαρακτήρας για όλη του την ζωή. Κι ο κόσμος γύρω ήταν έτοιμος για να τον κατακτήσει. Ήταν όλος δικός του. Στο μυαλό του σιγοψιθύριζε το τραγούδι της Μπιγιονσέ. Άρεσε στην Τατιάνα. Έτσι, την ένιωθε πιο κοντά.
Ο συγγραφέας, Wolfgang Herrndorf, επιλέγει για πρωταγωνιστές στο βιβλίο του με τον τίτλο Βερολίνο, γεια δύο παιδιά. Συμμαθητές, κάτι λιγότερο από δεκαπέντε χρόνων, που σύμφωνα με τον μαφιόζο Τσικ δεν έχουν καμία ποινική ευθύνη, λόγω ηλικίας. Αυτά τα δύο παιδιά με διαφορετική προέλευση και κουλτούρα, με μόνο κοινό στοιχείο την απουσία της οικογένειας γύρω τους, δρουν χωρίς όρια, φραγμούς, περιορισμούς, χάρτη, πυξίδα και προσανατολισμό, τολμούν τα πάντα, και μετατρέπονται σε καθρέπτη των γύρω, κρίνοντας τους. Μοιάζει να θέλουν έναν άλλο κόσμο. Τον δικό τους. Κατά την φυγή τους γνωρίζουν τον κόσμο. Ανακαλύπτουν τους νόμους της φύσης, τη λάμψη των άστρων, την απεραντοσύνη του ουρανού και, αναλογιζόμενοι κατοίκους σε άλλους πλανήτες, βουλιάζουν στη μικρότητα του δικού τους μεγέθους, νιώθοντας ταυτόχρονα τη σιγουριά και τον φόβο αυτού του κόσμου. Ξαφνικά η φύση γύρω τους λάμπει, λες και τα μάτια τους είναι τώρα διαφορετικά.
Με γραφή συμπαγή αλλά και με ταχύτητα, αυτήν που δίνουν οι μικρές κοφτές προτάσεις, ο συγγραφέας σκιαγραφεί την ηλικία και την ποιότητα των παιδιών. Μέσα από τις παρατηρήσεις του Τσικ για τους ανθρώπους και τη ζωή, δίνει άριστα την εικόνα ενός παιδιού που έχει μεγαλώσει στους δρόμους και, προσθέτοντας άφθονο χιούμορ και φρεσκάδα σκέψης, κάνει τα κείμενά του απολαυστικά. Επίσης, είναι έντονα εμφανής στη γραφή του η αθωότητα, η παιδικότητα, η αφέλεια και η καπατσοσύνη του μικρού αλητάκου, που έρχεται σε αντίθεση με τους καθωσπρέπει, κόσμιους κανόνες μιας κοινωνίας με ψεύτικα πρότυπα και αξίες. Και ο Μάικ, ένα παιδί με πολύ θυμό μέσα του, επειδή δεν τον καταλάβαινε κανείς. Ωστόσο και οι δύο ήρωες μοιάζει να υποκινούνται από τη δύναμη των ματαιώσεων των προσπαθειών, των παιδικών τους ονείρων. Τον συγγραφέα άραγε τον καταλάβαινε κανείς; Και ποιος από τους δύο ήρωες ήταν αντίγραφο του συγγραφέα; Μήπως και οι δύο;
Το Βερολίνο γεια είναι ένα υπέροχο ταξίδι προς την «Ιθάκη» της τόλμης, της φιλίας, της ανάδειξης και υπεράσπισης αξιών, την ενηλικίωση και την επίγνωση τού να αδράχνει κανείς την κάθε ημέρα.
Ο Wolfgang Herrndorf, με λιτή γραφή, δίνει δύναμη στην αφήγησή του, δηλώνοντας την εφηβεία, την επανάσταση, τη σπιρτάδα, την αυθάδεια και το θράσος/ θάρρος που μόνο αυτή έχει. Με παραστατική δεινότητα και ρεαλιστικούς διαλόγους κάνει ανάγλυφη την παρουσία όλων, ενώ με παρομοιώσεις σαν από κόμικς δίνει μια «κουκλίστικη» εικόνα του κόσμου γύρω· για παράδειγμα «ένας ιπποπόταμος, με μπλε κοστούμι και ξανθά μαλλιά», ενώ αλλού «η ίδια κυρία έμοιαζε σαν κουστουμαρισμένος οδοστρωτήρας».
Ωστόσο, η μεγαλύτερη ανατροπή την οποία επιλέγει ο συγγραφέας να προσφέρει στον αναγνώστη σχετικά με τις προσωπικότητες των δύο μικρών ηρώων είναι η αποκάλυψη της ιδιαιτερότητας του Τσικ κι ο μετέπειτα σεβασμός με τον οποίο τη δέχεται ο Μάικ. Ο Τσικ στο βιβλίο εμφανίζεται ως προσωποποίηση του δυναμισμού, του θάρρους/ θράσους, του ασυμβίβαστου, του τολμηρού, του αυθάδη, του υπόκοσμου, σε αντίθεση με τον Μάικ που ήταν σιωπηλός, άτολμος, συμμαζεμένος και λίγο άχρωμος. Όμως, ύστερα από την ομολογία του Τσικ αντιστρέφονται οι ρόλοι του δυναμικού και του αδύναμου. Και στο ανθρώπινο σκηνικό το οποίο στήνει ο συγγραφέας, οι γυναίκες έχουν τις εξής ιδιότητες: η μητέρα του Μάικ, αλκοολική, η Τατιάνα, αδιάφορη, η Ίζα, περιθωριακή και η μόνη διαφορετική, ο «μπλε ιπποπόταμος». Όμως, είναι όλες πολύχρωμες, γοητευτικές, μυστηριώδεις και αρκούντως δυναμικές για να κάνουν την ανατροπή.
Το οδοιπορικό των δύο παιδιών μοιάζει σαν μια διαδρομή «στη χώρα των θαυμάτων», όπου Μάικ και Τσικ γλιστρούν στην πλαγιά, όπως και η Αλίκη γλίστρησε στη σπηλιά ενός λαγού, και εκεί συναντούν έναν καρτουνίστικο κόσμο, φτιαγμένο από κινούμενα σχέδια ή συγκρουόμενα αυτοκίνητα ενός PlayStation. Σε αυτήν τους τη διαδρομή, με διαλόγους γεμάτους χιούμορ, φόβο, παιδικότητα και μια εκκολαπτόμενη μαγκιά, αυτοκίνητο και επιβάτες απογειώνονται μ’ ένα «αεριωθούμενο» που τους οδηγεί στη χώρα της πραγματικότητας και της γεμάτης αξίες ενηλικίωσης τους. Μοιάζει με αυτό το σαραλαβάκι να μην λένε μόνο στο Βερολίνο «γεια», αλλά να λένε «γεια» στην παιδικότητα και ταυτόχρονα να λένε «γεια» στην ωριμότητα, καλωσορίζοντας την. Το Βερολίνο γεια είναι ένα υπέροχο ταξίδι προς την «Ιθάκη» της τόλμης, της φιλίας, της ανάδειξης και υπεράσπισης αξιών, την ενηλικίωση και την επίγνωση τού να αδράχνει κανείς την κάθε ημέρα.
Ο μεταφραστής, Απόστολος Στραγαλινός, είναι ο μεγάλος αφανής πρωταγωνιστής της γοητείας αυτού του βιβλίου, αφήνοντας ατόφια τη δυναμική, την αύρα, τη φρεσκάδα και την εφηβεία της γραφής του συγγραφέα –χωρίς παρεμβάσεις– να απλώνεται σε όλες τις σελίδες.
Βερολίνο, γεια
Wolfgang Herrndorf
Μετάφραση Απόστολος Στραγαλινός
Κριτική
280 σελ.
ISBN 978-960-586-088-2
Τιμή € 16,00
Ημερομηνία: 10.03.16
Πηγή: diastixo.gr