Διηγήματα

ΕΥΒΟΙΑ, πεζοπορία προς τον ΑΓ. Μηνά, 4/12/2022

«Τα βουνά είναι πάντα μοβ»

Στη μνήμη του καθηγητή μου
των καλλιτεχνικών,
Τ. Κουσουλάκου.

Έμπαινε στην τάξη μ’ ένα βλέμμα αλλού.

Ήταν ο μόνος που φορούσε φουλάρι στον λαιμό σ’ ένα χρώμα ακαθόριστο. Κάτι μεταξύ καφέ και μοβ. Σαν τα βουνά που περιέγραφε.

Ξεχώριζε. Το ‘ξερε, το ‘βλεπε. Το νιώθαμε κι εμείς τα παιδιά.

Όλοι οι άλλοι, μουντοί και σκυθρωποί, με μια γραβάτα στον λαιμό –που έπνιγε όχι μόνο το κολάρο τους αλλά κι αυτούς τους ίδιους–, έμοιαζαν γύρω του, γύρω μας, τότε, σαν να πήγαιναν σε μια εθνική κηδεία. Ντυμένοι όλοι στα γκρίζα μαύρα ή καφέ. Μουντοί. Λες και ήταν φτιαγμένοι μόνο από πηλό. Καμία λάμψη στο βλέμμα, καμία ψυχή να φωλιάζει μέσα τους.

Κι αυτός, μ’ ένα βλέμμα αλλού, χωρίς να ενώνεται με το γκρίζο τους και μ’ ένα φουλάρι ν’ ανεμίζει στον λαιμό έμπαινε στην τάξη για να μας κάνει το μάθημα των «καλλιτεχνικών». Μας μάθαινε να χρωματίζουμε τα τοπία, λέγοντας συνεχώς πως «τα βουνά είναι πάντα μοβ!», ενώ αυτός χωρίς να το ξέρει χρωμάτιζε τον κόσμο μέσα μας.

Έκτοτε, αναρωτήθηκα πολλές φορές: γιατί είναι «πάντα μοβ»; Κι η ίδια απάντηση ερχόταν συνεχώς στο μυαλό μου. «Από το πολύ μπλε! Έχουν τις ρίζες τους στη θάλασσα και την κορυφή τους στον ουρανό».

Πόσα άλλαξαν από τότε…

Όμως, την ίδια απάντηση δίνω ακόμη και σήμερα, παρόλο που ξεθώριασαν μέσα μου οι αποχρώσεις των λέξεων, παρόλο που ξέφτισαν τα συναισθήματα κι ανεμίζουν σαν φουλάρι στον λαιμό μου, παρόλο που έγινα γκρίζα, μουντή και ξέπνοη σαν αυτούς κι εγώ.

Ωστόσο, εκείνος μπαίνει ακόμη στο μυαλό μου μ’ ένα βλέμμα αλλού και μ’ ένα φουλάρι ν’ ανεμίζει στον λαιμό, μου γνέφει από μακριά και μου ψιθυρίζει: «Τα βουνά είναι πάντα μοβ».

[Διήγημα από την ανέκδοτη συλλογή Μεγάλες ιστορίες, μικρές]

Ημερομηνία: 12.03.14
Πηγή: diastixo.gr