Το μυθιστόρημα Βαμμένα κόκκινα μαλλιά του Κώστα Μουρσελά –πρωτοεκδόθηκε το 1989– είναι ένα βιβλίο που αγαπήθηκε πολύ, συγκαταλέγεται ανάμεσα στα μεγαλύτερα μπεστ σέλερ της ελληνικής λογοτεχνίας και θεωρήθηκε σημείο αναφοράς για την κοινωνία εκείνης της εποχής. Αργότερα, 1992-1993, ο συγγραφέας είχε την τύχη να δει το βιβλίο του να μεταφέρεται στην τηλεόραση, γοητεύοντας και το τηλεοπτικό κοινό. Τώρα επανακυκλοφορεί με νέο εξώφυλλο και με την πρόθεση να ξαναγοητεύσει τους αναγνώστες.
Στο Βαμμένα κόκκινα μαλλιά πρωταγωνιστεί μια μετεμφυλιακή γενιά. Δείγμα αυτής, εξήντα οκτώ άτομα. Όλοι μαζί συγκροτούν τους ήρωες του βιβλίου. Ανάμεσά τους είναι δωσίλογοι, δηλωσίες, καταπιεσμένοι, καταπιεστές και επαναστάτες. Πρωταγωνιστές είναι ο Κωνσταντής Μανολόπουλος και ο εξάδελφός του, ο Εμμανουήλ Ρετσίνας ή, αλλιώς, Λούης – παρατσούκλι που έδωσε ο ίδιος στον εαυτό του, γιατί ήξερε να φεύγει την κατάλληλη στιγμή. Ο ένας αντίθετος του άλλου αλλά και συμπληρωματικός. Ο Μανολόπουλος –ο διανοούμενος αλλά και ο αφηγητής– αντιπροσωπεύει το καταπιεσμένο, το συντηρητικό, το άτολμο κομμάτι της κοινωνίας. Αυτό που είναι σχεδόν όλοι. Ο Λούης, από την άλλη, είναι ο επαναστάτης. Εκείνος που γεμάτος από τόλμη κινείται συνεχώς και εμφανώς εκτός «κιμωλίας», κοινωνικών συμβάσεων, ορίων και φραγμών. Μαγεύει και ταξιδεύει τον ακροατή του. Στις αφηγήσεις του, με χαμόγελο διαβολικό και ταυτόχρονα με το βλέμμα του Χριστού, γεννά συνεχώς αντιφάσεις. Σαν όφις προσφέρει το μήλο σε όλους, λέγοντας «να ζεις έξω από την κιμωλία». Ωθώντας τους να ομολογούν – τις κομμουνιστικές τους ιδέες, την απέχθειά τους για τους καραβανάδες, τις βαθιά κρυμμένες ομοφυλοφιλικές τους τάσεις, ενώ συγχρόνως τους μυεί στην ποίηση… Τους εκμαυλίζει.
Γι’ αυτό τον θαυμάζουν. Γι’ αυτό τον μισούν ταυτόχρονα. Διότι, χωρίς να το θέλει, με τις πράξεις του γίνεται ο κριτής τους. Γίνεται ο καθρέπτης της ατολμίας και του βολέματός τους, ξεσκεπάζοντας τις «αμαρτίες» τους.
Ταυτόχρονα, είναι όλα δικά του. Όνειρα, αντικείμενα, άνθρωποι –ιδιαίτερα οι γυναίκες– και γενικώς οτιδήποτε θα μπορούσε να κεντρίσει την επιθυμία του για κατάκτηση. Τον ζηλεύουν. Ζει μέσα στα όνειρα και τις επιθυμίες του, όταν οι άλλοι γύρω του κρύβουν/πνίγουν τα πάντα μέσα τους, βουλιάζοντας σε ένα τέλμα τη ζωή τους. Γι’ αυτό τον θαυμάζουν. Γι’ αυτό τον μισούν ταυτόχρονα. Διότι, χωρίς να το θέλει, με τις πράξεις του γίνεται ο κριτής τους. Γίνεται ο καθρέπτης της ατολμίας και του βολέματός τους, ξεσκεπάζοντας τις «αμαρτίες» τους. Αυτές τις αμαρτίες που αυτός κάνει εμφανώς, μην έχοντας τίποτα να κρύψει. Ισχυρίζεται δε πως «χρειάζονται δύο ζωές για να ζήσεις μια».
Ποιος είναι, άραγε, ο Λούης; Ποιος είναι αυτός ο συναρπαστικός άνθρωπος για άνδρες και γυναίκες, που γίνεται ταυτόχρονα τοξικός καίγοντας όποιον μαγεύει ή κεντρίζει, βγάζοντας στην επιφάνεια ό,τι καταστροφικό κρύβουν οι άλλοι; Ή μήπως οι άλλοι δεν ξέρουν να χειριστούν τη φωτιά που έχουν μέσα τους, ενώ αυτός, φτιαγμένος από φωτιά, δεν καίγεται; Η ζωή του Λούη είναι ένα τσίρκο γεμάτο θαύματα και αυτός το μεγαλύτερο. Το alter ego του Μανολόπουλου, που μέσα από αυτόν ο αφηγητής θα αποτυπώσει τη ζωή όλων.
Στην απεικόνιση της κοινωνίας του συγγραφέα, Κώστα Μουρσελά, οι παλαιότεροι έχουν ζήσει τρεις πολέμους. Οι νεότεροι δύο, ο τρίτος είναι μέσα τους. Η Ελλάδα είναι χωρισμένη στα δύο. H συντηρητική και η εκτός ορίων. Ζουν στην εποχή αμέσως μετά τον εμφύλιο, βιώνοντας ταυτόχρονα το ασύδοτο μιας κοινωνίας που όλα τής επιτρέπονται. Και ενώ η κοινωνία θέτει όρια, μοιάζει να είναι χωρίς κόκκινες και διαχωριστικές γραμμές, με ασαφείς αξίες, στην οποία έχει μεγάλη βαρύτητα η υπογραφή του δηλωσία. Σε ποια όρια και φραγμούς να σταθείς; Όλα μοιάζουν κατώτερα μπρος στον βωμό της ιδεολογίας. Ακόμη και η ανθρώπινη ζωή. Το μάτι της στραμμένο στους άλλους, χωρίς να είναι ευδιάκριτο αν το βλέμμα αυτό είναι ανθρώπινο ή σαρκοβόρο. Μόνο το βλέμμα του Λούη διαφέρει. Κοιτά ψηλά με όριο τον ορίζοντα και στοχεύοντας τις καρδιές των ανθρώπων. Οι άλλοι, στο όνομα των πολιτικών πιστεύω, εκδικούνται, βιάζουν ή εκτελούν. Ενώ συνεχώς, σαν να φορούν μάσκες, κρύβονται. Ακόμη και το ράδιο είναι σε χαμηλή ένταση για να μην ξέρει ο διπλανός τι ακούν. Τα όπλα τα έχουν αφήσει από τα χέρια πια, έχοντας κρατήσει ένα άλλο όπλο στο στόμα, του χαφιεδισμού. Όπλο που δεν άφησαν ποτέ. Έτσι, κάποιοι χάνουν τη δουλειά ή τη ζωή τους.
Ο συγγραφέας περιγράφει την εικόνα μιας κοινωνίας φτωχής αλλά πλούσιας σε αισθήματα, γεμάτης από ανάγκες και επιθυμίες, που δοκιμάζει τα όρια και τις αντοχές της χωρίς αναστολές και τύψεις, γεννώντας την κοινωνία του αύριο.
Στην κοινωνία αυτή υπάρχει μια τάση κοινοκτημοσύνης απέναντι στις γυναίκες. Έτσι όπως μοιράζονται την ίδια αυλή, με τα δωμάτιά τους χτισμένα γύρω γύρω από αυτήν, έτσι και οι γυναίκες ανήκουν σε όλους, αλλάζοντας χέρια. Το γυναικείο φύλο στο βιβλίο αυτό εκπροσωπείται από τρεις σημαντικές παρουσίες: της Όλγας, της μητέρας του Μανολόπουλου, μιας αυστηρής καταπιεστικής γυναίκας που ήθελε όλους και όλα να τα ελέγχει, της Ουρανίας, που ήταν η προσωποποίηση της πρόκλησης και, τέλος, της πρωταγωνίστριας, της Μάρθας, που ήταν ερωτευμένη από έφηβη με τον Μανολόπουλο, ο οποίος από ατολμία δεν ενέδωσε στον έρωτά της. Έτσι, έγινε ερωμένη του Αγησίλαου, αργότερα παντρεύτηκε τον Λιακόπουλο και τέλος τον εγκατέλειψε και πήγε σε ένα λαϊκό ξενοδοχείο του Πειραιά, για να φύγει με τον πρώτο τυχόντα. Ο Μανολόπουλος είχε αργήσει πολύ να έρθει στη ζωή της. Έπρεπε –με κοντά, βαμμένα κόκκινα μαλλιά– να κάνει την επανάστασή της. Να φύγει πια μόνη.
Μια κοινωνία από την οποία θέλουν όλοι να φύγουν! Μα ο καθένας από αυτούς και όλοι μαζί δεν είναι η κοινωνία; Από ποιον να φύγουν; Από τον εαυτό τους!
Στο Βαμμένα κόκκινα μαλλιά, μοιάζει ο ίδιος ο συγγραφέας να είναι ο Κωνσταντής Μανολόπουλος –ακόμη και το όνομά του έχει τα ίδια αρχικά–, ο οποίος, πολιορκημένος από τα φαντάσματα των αναμνήσεών του και της ατολμίας του, μέσα από τη δική του ζωή περιγράφει τη ζωή των άλλων. Ο Λούης ήταν, άραγε, και αυτός –όπως κι οι άλλοι– υπαρκτό πρόσωπο ή μήπως ήταν μυθικό; Μήπως ήταν ένας ονειρικός ήρωας, που έπλασε η στέρηση, η υποταγή, η ατολμία και γενικά ο καταπιεσμένος εαυτός του συγγραφέα, για να πάρει μέσα από αυτόν εκδίκηση για όλους; Μήπως τον έπλασε η φαντασία του, για να μπορεί κάποιο κομμάτι του εαυτού του να αντιστέκεται στους κοινωνικούς και πολιτικούς περιορισμούς και αυτός ο Λούης να πάρει ό,τι ο Μανολόπουλος έχασε;
Ο Κώστας Μουρσελάς, με γραφή ρεαλιστική, απλή, βατή, εμπνευσμένη, ανθρώπινη, ευαίσθητη, θεατρική και πεπειραμένη, κάνει το κείμενο να κυλά έτσι όπως αθόρυβα, γλυκά και ύπουλα κυλά η ζωή αποκοιμίζοντας τους ήρωες με την καθημερινότητά της, με μόνο ξάφνιασμα τη φυγή ή την προσμονή του «αύριο», που θα κάνουν την επανάστασή τους. Η γραφή του, αν και λιτή στην έκφρασή της, είναι την ίδια στιγμή πληθωρική, όχι μόνο από τον μεγάλο αριθμό των ηρώων, αλλά και από τον όγκο των γεγονότων της ζωής τους, τα οποία αποτυπώνουν τα μετεμφυλιακά μέχρι τη χούντα χρόνια. Περίοδο κατά την οποία μια άλλη Ελλάδα γεννιέται, στερημένη, γεμάτη από αδυναμίες, αντιφάσεις, αυθαιρεσίες… και η οποία θέτει το ασυμβίβαστο της ανοχής και των δικαιωμάτων, γεννώντας τις πληγές για την παράνοια της κοινωνίας που ζούμε σήμερα.
Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβάσουν οι παλαιότεροι για να θυμηθούν και οι νεότεροι για να καταλάβουν τα «γιατί» και τις ρίζες όλων αυτών που μας βασανίζουν τώρα.
Βαμμένα κόκκινα μαλλιά
Κώστας Μουρσελάς
Πατάκης
576 σελ.
Τιμή € 18,80
Ημερομηνία: 30.05.15
Πηγή: diastixo.gr