Η Λένα, κάθε βράδυ από τις οχτώ έως τις δώδεκα, «συνδέει» άγνωστες, αόρατες φωνές με τον ειδικό ψυχολόγο του Κέντρου. Είναι τηλεφωνήτρια σε ένα κέντρο ψυχολογικής υποστήριξης. Των «Ανωνύμων». Οι φωνές αυτές, βραχνές, δειλές, άναρθρες, θυμωμένες και ενίοτε γεμάτες από ενδιάμεσες σιωπές, ζητούν να μιλήσουν με κάποιον αρμόδιο. Η Λένα έχει σαφείς και ρητές εντολές από τον Ιάσονα, ψυχολόγο του Κέντρου, να απαντά με άχρωμη φωνή, σαν να είναι μαγνητοφωνημένη, και να κατευθύνει σε σύντομο χρονικό διάστημα σε αυτόν τους ενήλικες, για συμβουλευτική ψυχολογία, και στον Παύλο, τον παιδοψυχολόγο, τους νεότερους. Από τη θέση της αυτή, η Λένα πιστεύει με πάθος πως μέσα από τα διάφορα τηλεφωνήματα γίνεται ο άνθρωπος που παίρνει φωνές από το σκοτάδι και τις οδηγεί στο φως.
Όμως, αυτή τη φορά η Λένα μιλά περισσότερη ώρα από την επιτρεπόμενη στο τηλεφώνημα που έχει δεχθεί. Ο Ιάσονας το βλέπει. Έχει και αυτός την ένδειξη –κόκκινο φωτάκι– στη δική του τηλεφωνική συσκευή. Με ποιον μιλά η Λένα; Γιατί καθυστερεί να συνδέσει τον ενδιαφερόμενο με αυτόν ή τον Παύλο; Θέλει να μάθει και, εντελώς αθόρυβα, σηκώνει το ακουστικό.
Από την πρώτη σελίδα έχει ανάψει το «κόκκινο φωτάκι» και στο μυαλό του αναγνώστη. Η συγγραφέας, με μικρές κοφτές προτάσεις που δεν χαλαρώνουν, κατευθύνει το βλέμμα του σε αυτό που βρίσκεται ακριβώς εμπρός του περιορίζοντας τον ορίζοντά του. Δίνει στην αφήγησή της μια αστυνομική χροιά, κάνοντας τον αναγνώστη να πιστεύει ότι εκεί μέσα, σε αυτό το συρτάρι ή στο ράφι, θα βρει τη λύση.
Μια φωνή παιδική –δεκατριών χρόνων– είναι στο τηλέφωνο. Η Λένα παραβιάζοντας τα χρονικά περιθώρια προσπαθεί να μάθει κάτι περισσότερο γι’ αυτή. Ζει μόνη, με τον τριαντάχρονο σύντροφό της. Έχει φύγει από το σπίτι. Από τη μάνα της. Η μικρή, με το θράσος της ηλικίας, διακόπτει απότομα τη συνομιλία τους κατεβάζοντας το ακουστικό. Ωστόσο, μέρες μετά τηλεφωνεί ξανά και ξανά, ώσπου η Λένα τής δίνει τον αριθμό του δικού της κινητού. Σκοπεύει/θέλει να τη συναντήσει κάπου έξω. Αυθαίρετα, την ονομάζει «Μαρία» παρόλο που η μικρή αντιδρά. Κάποια στιγμή, τα τηλεφωνήματα της Μαρίας σταματούν.
Ποια ήταν αυτή η Μαρία, που η Λένα είναι σίγουρη πως είναι η κόρη της; Η Λένα έχει παιδί; Ήταν/είναι παντρεμένη; Πώς δεν την αναγνώρισε το παιδί της; Η Λένα πώς ήταν όταν ήταν παιδί; Ποια/πώς ήταν η μάνα της; Το είπε και στον Ιάσονα πως αυτή η φωνή ήταν της Μαρίας. Της κόρης της. Ο Ιάσονας έμεινε άφωνος, γεμάτος ερωτηματικά για την ίδια και τη ζωή της. Όμως, του άρεσε η συντροφιά της. Του άρεσαν οι σιωπές της, ο τρόπος που είχε μάθει να ζει μόνη.
Από την πρώτη σελίδα έχει ανάψει το «κόκκινο φωτάκι» και στο μυαλό του αναγνώστη. Η συγγραφέας, με μικρές κοφτές προτάσεις που δεν χαλαρώνουν, κατευθύνει το βλέμμα του σε αυτό που βρίσκεται ακριβώς εμπρός του περιορίζοντας τον ορίζοντά του. Δίνει στην αφήγησή της μια αστυνομική χροιά, κάνοντας τον αναγνώστη να πιστεύει ότι εκεί μέσα, σε αυτό το συρτάρι ή στο ράφι, θα βρει τη λύση. Έτσι, τον υποψιάζει ευθύς εξαρχής πως πρόκειται να του απλώσει ένα μυστήριο, το οποίο μαζί –συγγραφέας και αναγνώστης– θα δουν να ξεδιπλώνεται μέσα στις σελίδες. Ποιο είναι τάχα αυτό το μυστήριο; Ποια είναι αυτή η Λένα, που έχει τόση ισορροπία και ηρεμία στη ζωή της; Πώς μπορεί να είναι ήρεμη, αν όντως αυτή η φωνή στην άλλη γραμμή που ήθελε ψυχολογική υποστήριξη ήταν το παιδί της; Τι οδήγησε το παιδί της –δεκατριών χρόνων σήμερα– να εγκαταλείψει το σπίτι του και να ζει με έναν άνδρα τριάντα χρόνων; Πού ήταν και πώς είχε τότε αντιδράσει ως μάνα;
Και, τέλος, τι είναι άραγε αυτό που καθοδηγεί μια μάνα να αναγνωρίζει το παιδί της; Το ένστικτο; Η διαίσθηση; Ή μήπως η έλλειψη ενός παιδιού; Ποιος χρειάζεται περισσότερο ψυχολογική υποστήριξη; Η Μαρία ή η Λένα;
Η Βίκυ Χασάνδρα από την αρχή της αφήγησής της έχει δώσει πολλά στοιχεία στον αναγνώστη –τα οποία μετατρέπονται σε ερωτηματικά– για να μπορέσει να στήσει όχι μόνο την πλοκή του έργου της, αλλά και να φυτέψει τον σπόρο του μυστηρίου στην ιστορία. Γεγονός το οποίο πετυχαίνει. Μοιάζει να έχει αποκωδικοποιήσει τις ανθρώπινες συμπεριφορές και να αναγνωρίζει τα ίχνη που αφήνουν στον ανθρώπινο ψυχισμό. Οι ήρωές της, ατελείς και αυτοί –αν και δίνουν συμβουλές σε άλλους–, έχουν εμμονές, μυστικά, ψευδαισθήσεις και σημαντικές συναισθηματικές ελλείψεις, με αποτέλεσμα να γίνονται ευάλωτοι και ασαφείς. Χωρίς να έχουν αυθεντικότητα στις σχέσεις τους, με άνεση εναλλάσσονται στους ρόλους του δραματικού τριγώνου της ψυχολογίας –σωτήρα, διώχτη, θύματος– και μέσα από αυτούς παίζουν παιγνίδια εξουσίας. Έτσι, ο ανταγωνισμός και ο ναρκισσισμός των δύο ψυχιάτρων, του Τζέρεμι και του Ιάσονα, είναι τα άκρα μιας ευθείας και στο κέντρο της η Λένα. Όλοι μαζί προβάλλουν την –όχι τόσο υγιή– ανάγκη των ανθρώπων να μπαίνουν σε ρόλους, προκειμένου να έχουν έστω και μια ανισόρροπη ισορροπία. Ρόλοι, σενάρια ζωής και ψυχολογικά παιγνίδια γίνονται η στάση ζωής, και έτσι χάνουν την ελευθερία της πραγματικότητας.
Έτσι τους έπλασε η συγγραφέας, να προτιμούν την «εικονική πραγματικότητα», να ενδύονται ρόλους και να φορούν μάσκες, γεμίζοντας ερωτηματικά τον αναγνώστη. Ποια είναι αυτά τα καθοριστικά γεγονότα που χειρίζονται τη σχέση τους; Ο ανταγωνισμός μεταξύ τους ή η Λένα, η οποία φορώντας διαφορετικό προσωπείο αλλάζει συνεχώς; Ωστόσο, όντες όλοι γεμάτοι από μυστικά, άλλοτε διευκολύνουν την πλοκή και άλλοτε την εμπλέκουν περισσότερο.
Με αυτά τα υλικά, η Βίκυ Χασάνδρα πλέκει τον ιστό της παγιδεύοντας τον αναγνώστη, ο οποίος βρίσκει/ανυπομονεί – δεν θέλει άλλη εξέλιξη και θέλει πια τη λύση, γι’ αυτό ρωτά συνεχώς: Πώς συνδέονται όλα αυτά; Ποια είναι τέλος πάντων αυτή η Λένα; Ποιος είναι ο Ιάσονας; Ο Τζέρεμι; Ποιος αποφασίζει γι’ αυτήν; Ποιο ρόλο έχουν παίξει όλοι τους σε αυτό το μυστήριο; Η μάνα της; Η ίδια ως μάνα; Η Μαρία; Προκαλεί τους ήρωές της με μια τυχαία φωνή, της νεαρής Μαρίας, που αποκτά πρόσωπο και γίνεται το κέντρο γύρω από το οποίο όλοι θα κινηθούν, αντανακλώντας τον εαυτό τους.
Η γραφή της συγγραφέως χαρακτηρίζεται από ωριμότητα όχι μόνο ως προς την αποτύπωση, αλλά και ως προς το περιεχόμενο. Επίσης, τη χαρακτηρίζει το μέτρο, με το να μη διολισθαίνει σε γλαφυρότητες περιγραφών, ενώ πολλάκις «στεγνώνει» το κείμενο από συναισθήματα αφήνοντας τα γεγονότα «ξερά» να ξεδιπλώσουν την ιστορία.
Το πρώτο μυθιστόρημα της Βίκυς Χασάνδρα, Αόρατες φωνές, κρατά συνεχώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη γεννώντας του παράλληλα πολλές συγγραφικές προσδοκίες.
Αόρατες φωνές
Βίκυ Χασάνδρα
Τόπος
224 σελ.
Τιμή € 12,90
Ημερομηνία: 13.07.15
Πηγή: diastixo.gr