Το διφυές βιβλίο

«Διφυές», ονομάζει το βιβλίο της αυτό η Ελένη Λαδιά, διαμοιράζοντάς το ευθύς εξ αρχής στα δύο. Ταυτόχρονα διαφοροποιεί και τις ρίζες έμπνευσης ενός εκάστου. Το πρώτο, μεγαλύτερο σε έκταση, είναι μια συλλογή από δέκα οκτώ διηγήματα με την ονομασία, Το άγιο περιστέρι. Το δεύτερο, με δεκατέσσερα διηγήματα, φέρει τον τίτλο, Ο Κορυδαλλός οδύνης, και περιέχει αφηγήσεις πραγματικών γεγονότων που συνέβησαν κατά την τετραετή εθελοντική της διδασκαλία στο σχολείο Β΄ ευκαιρίας στο τμήμα αρρένων των Φυλακών Κορυδαλλού.

Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη μνήμη της μητέρας της, Ευδοξίας Λαδιά.

 

Α΄ Μέρος: Το άγιο περιστέρι

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, Το άγιο περιστέρι, είναι και ο τίτλος του πρώτου διηγήματος. Σε αυτό, ο Αριστοκλής ο Πνευματοφόρος, πέφτει σε ύπνο βαθύ για αιώνες μέσα σε μια χαράδρα. Ένα λευκό περιστέρι τον σκεπάζει, τον προστατεύει από τον ήλιο και την βροχή ενώ τον τρέφει με κρύο και γλυκό χυμό. Ο Αριστοκλής κατά την διάρκεια αυτού του ύπνου διαλογίζεται το άκτιστον που είναι ο Θεός και το Άγιο Πνεύμα –μέρη της Αγίας Τριάδας- και το κτιστόν που αντιπροσωπεύει ο άνθρωπος, ο οποίος μόνον μέρος των εγκεφαλικών δυνατοτήτων του χρησιμοποιεί. Κάνει την διαδρομή της ατελούς παρουσίας του στη γη ως homo erectus, habilis, sapiens, απαριθμώντας με τον τρόπο αυτόν, την κατά καιρούς διαφορετική εγκεφαλική του εξέλιξη, η οποία αντανακλά την πληθώρα των διαφορετικών εαυτών του στη γη. Με τον Αριστοκλή, η συγγραφέας, κάνει ένα ταξίδι στον χρόνο και σ όλες τις διαστάσεις, ερμηνεύοντας το χάρισμα του Αγίου Πνεύματος, καταλήγοντας πως στη θέωσή του ο άνθρωπος θα οδηγηθεί μόνο με τη βοήθεια του. Αναφέρεται στoν Ιησού ο οποίος κατά την Πεντηκοστή φανέρωσε τις δυνάμεις του Αγ. Πνεύματος και το χάρισμα που έδωσε στον ανθρώπινο εγκέφαλο προσθέτοντας πως μόνο το Άγιο Πνεύμα θα οδηγήσει την ανθρωπότητα σε ολόκληρη την Αλήθεια.

Μια η Θεία Χάρις, πολλά τα χαρίσματά, αναφέρει η Θεολογία. Όπως μία είναι η ταυτότης του νερού και πολυειδείς οι ενέργειες του, καθώς λέγει ο Κύριλος Ιεροσολύνων. Κι ανάμεσά στους, ο ατελής άνθρωπος.

Ο μύθος του Αριστοκλή του Πνευματοφόρου, δείχνει πως τα ερωτήματα της ύπαρξης και της εξελικτικής δυνατότητας του ανθρώπου στη γη υπάρχουν βαθειά ριζωμένα στους αιώνες και θα συνεχίσουν, όσον ο άνθρωπος παραμένει με ατελή εγκέφαλο και μακριά από την Θέωση/επιφοίτησή του. Η Ελένη Λαδιά, επιστρατεύεται αυτόν τον Θεολογικό περιστατικό θέλοντας για μια ακόμη φορά να μιλήσει για τη σχέση της ανώτερης δύναμης στην εξέλιξη του ανθρώπου σε συνάρτηση με τον χρόνο, ο οποίος ρευστός και ακαθόριστος έρχεται στο τέλος να θριαμβεύσει ελέγχοντας τα πάντα, ορίζοντας και το τέλος τους. Παράλληλα, μέσα από τη διάρκειά του παρουσιάζει τις εξελίξεις και δίνει απαντήσεις στις έννοιες: δημιουργός και δημιούργημα. Κι ο αναγνώστης ερωτά! Πόσος χρόνος πρέπει να περάσει ή ποιο εξελικτικό για τον άνθρωπο γεγονός πρέπει να μεσολαβήσει για να κατακτήσει την ολότητα της γνώσης; Να συντελεστεί η θέωσή του;

‘Όμως, στο μυαλό του πιστού της αναγνώστη το κείμενο αυτό φέρνει συνειρμικά και τη νουβέλα, Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι, όπου και εκεί στην εξελιγμένη μνήμη προτείνει η συγγραφέας πως πρέπει όλα να καταχωρηθούν για να διασωθούν.

Στο διήγημα αυτό, η συγγραφέας στέκει ποιητική και τρυφερή απέναντι στην ένδεια του ανθρώπου σε αντίθεση με τον πλούτο του Αγίου Πνεύματος που έρχεται πάντα έτοιμο να σκεπάσει και να δώσει με πολυειδή ιδιότητα τα πάντα, σαν όλα να προέρχονται από αυτό. Κομμάτια δικά του. Θέλοντας να δείξει ταυτόχρονα στον άνθρωπο τη δυνατότητα της θεοποίησής του. Το κείμενό της, αλλάζοντας επίπεδο συνεχώς υπενθυμίζει την θεϊκή πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης. Μοιάζει, στο βιβλίο της αυτό οι παλαιότερες αμφισβητήσεις της να υποχωρούν ως προς την ύπαρξή μιας ανώτερης δύναμης. Κάπου, εμφανίζονται σαν διαβεβαιώσεις.

Με απλότητα συνεχίζει να αφηγείται για έναν αδελφό που λείπει από την πραγματική της ζωή. Γεννιέται στα όνειρά και στις σελίδες της, σαν από θαύμα. Προικισμένος με όλα τα χαρίσματα του ανθρωπίνου εγκεφάλου. Λέγεται Ιωάννης. Και, αμέσως ένας υπόγειος πόνος εμφανίζεται. Της μοναξιάς. Χωρίς οικογένεια. Τα όνειρα της, στα βιβλία της εμφανίζονται σαν ένα μεγάλο κομμάτι μιας δικής της πραγματικότητάς. Είναι προφητικά, εφιαλτικά ή γεμάτα ιδέες και έμπνευση και σαν να την απομακρύνουν από την ουσιαστική πραγματικότητα. Σας να μην θέλει να ζη μόνο στο παρόν. Θέλει να ζη και να ονειρεύεται και έναν άλλο κόσμο. Τον άλλο κόσμο; Όνειρα, ύπνος:» Μια μορφή μικρού θανάτου», λέει και συμπληρώνει: «Από τη γέννησή μας, είμαστε όλοι υπήκοοι του Άδη»

Συνεχίζοντας την ανάγνωση, αναμνήσεις από τραγούδια, χωριά, καλημέρες, κ έρωτες που ακόμη και όταν περνούν κατοικούν μέσα της και απλώνονται στις σελίδες της, αποκαλύπτοντας, πόσο πλούσιος είναι ο συναισθηματικός της κόσμος της. Και οπλισμένη με βέλη ενδεδυμένα γνώση επιλέγει κάθε φορά από την ανεξάντλητη φαρέτρα της τα πλέον κατάλληλα, για να στοχεύσει επιτυχώς στην καρδία κάθε ιστορίας. Έτσι εμβόλιμες, παραβολές ευαγγελικές, μυθολογικές, αρχαϊκές, θρησκευτικές, ιστορικά γεγονότα, όπως και φιλοσοφικές θεωρίες, είναι τα βέλη που εμπλουτίζουν τα διηγήματά της εκτοξεύοντάς τα συγχρόνως στο άπειρο του ορίζοντα και του χρόνου. Μέσα σε αυτά άγγελοι, λεύκες, χρησμοί, εικονίσματα, μοναχοί, ζώντες, νεκροί, ψυχές, και όνειρα γίνονται το μείγμα της πραγματικότητας και του απατηλού. Περιγράφει όνειρα πολλά, άτακτα, εφιαλτικά, προφητικά διατηρώντας πάντα την επιθυμία να γίνει διάφανη, για μπορέσει να εισχωρήσει και στα όνειρα των άλλων, να γνωρίσει τις λειτουργίες του εγκεφάλου τους , να δει τον άλλο κόσμο που τόσο τον έχει ονειρευτεί, να καταφύγει σε αυτόν και να γνωρίσει, ποία είναι η δικαιοσύνη και η τάξη των πραγμάτων μέσα σε ένα σύνολο τυχαιοτήτων.

Και ο αναγνώστης μέσα από τις αφηγήσεις της φεύγει και αυτός από την καθημερινότητα του αγγίζοντας την βαθύτερη έννοια της ύπαρξης του, αλλά και το κάλλος και τη δικαιοσύνη της δημιουργίας.

Το αγαπημένο της «μωρό» η μητέρα της, υπάρχει στις σελίδες. Αναφέρεται σ αυτήν γεμάτη τρυφερότητα, αγάπη και ευγνωμοσύνη για τα συναισθήματα που της ενέπνευσε. Και στέκει υπερήφανη για την αγάπη που της ανταπέδωσε μέχρι την τελευταία της στιγμή. Αναφέρεται και σε άλλους που «έφυγαν» και αγάπησε, δίνοντας της πλούτο συναισθημάτων και έμπνευσης και κάνοντας την να γεμίζει σελίδες με την αγάπη τους. Της λείπουν τόσο!

Όμως, η γαστέρα του Ερυσίχθονα καταπίνει και την φαντασία των συγγραφέων στοιχειώνοντας τα ανολοκλήρωτα διηγήματα, όπως ακριβώς κάνει η ζωή χωνεύοντας τα απραγματοποίητα όνειρά μας.

Σ ένα άλλο διήγημα, Η Αδελφιδή, η αγαπημένη, μας αποτυπώνει την συνομιλία της με το Άσμα Άσμάτων. Ένα ποιητικά ανατρεπτικό διήγημα, όπου με μέτρο ξεχειλίζει ο έρωτας και ο πόνος της ανύμφευτης χήρας, της μαυροφορεμένης νύφης. Και τέλος ο χορός του αγιόφυλλου που παραλληλίζεται με το θάνατο και την ψυχή. Θάνατος και έρωτας, ένας πόνος βαθύς εμπνέει την συγγραφέα και κάνει τα ποιητικά γραμμένα διηγήματά της με το ανατρεπτικό τους τέλος να μοιάζουν σαν σονέτα, έχοντας στην κατάληξη τους ό, τι θέλει να πει.

 

Β’ Μέρος: Ο Κορυδαλλός οδύνης

Και ξαφνικά το σκηνικό αλλάζει στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, με τον τίτλο: Κορυδαλλός οδύνης. Περιτριγυρισμένη από ένα ανομοιογενές κοινό ενωμένο από το χώρο, στον οποίον πρέπει να εκτίσουν την ποινή τους, στις φυλακές, η Ελένη Λαδιά θυμίζει σκηνές από την ταινία των αδελφών Ταβιάνι: «Caesar must die»

Συγκεκριμένη και σαφής χωρίς ούτε για μια στιγμή να χάνει την υπομονή, την αυτοκυριαρχία αλλά και την τρυφερότητά της απέναντι τους, στέκει σαν μάνα και επί τέσσερα συναπτά έτη, ως εθελόντρια, τους διδάσκει συντακτικό και γραμματική της Ελληνικής γλώσσας και όχι μόνον. Κάνει συζητήσεις για τα όρια και τους περιορισμούς, που τίθενται στη ζωή και παραλληλίζει τη ζωή τους με αυτήν των μοναχών, οποίοι και αυτοί τα ξεπερνούν και ζουν σε κελιά. Όμως η ίδια τα βλέπει σαν κλουβιά. Συχνά τους ακούει να μετανιώνουν για όσα έκαναν, φοβούμενοι ταυτόχρονα πως θα επαναλάβουν τα ατοπήματά τους πιεσμένοι από την κοινωνία, η οποία δεν θα ξεχάσει και θα μείνουν χωρίς δουλειά, αδύναμοι να καλύψουν βασικές ανάγκες επιβίωσης.

Οι περισσότεροι, παρακολουθούν τα μαθήματά της με ενδιαφέρον, ρωτούν, έχουν αντιρρήσεις, ενώ συχνά αποχωρούν από την αίθουσα για να παρακολουθήσουν κάποιο θεραπευτικό πρόγραμμα. Στις συναντήσεις αυτές τους κάνει και μαθήματα Λογοτεχνίας. Αναφέρεται στους ήρωες του Ντοστογιέφσκι και μιλά μαζί τους για τον φόνο. Μερικοί, ισοβίτες, τον έχουν διαπράξει. Οι συζητήσεις αυτές φέρνουν μεταξύ τους εξοικείωση, αγάπη και εμπιστοσύνη, με αποτέλεσμα να προεκτείνονται οι συζητήσεις για την ύπαρξη της ανώτερης δύναμης την οποίαν παραδέχονταν πολλοί. Και με δεδομένη αυτήν την παραδοχή τους, τους μιλά για τον Μέγα Ιεροεξεταστή από τους Αδελφούς Καραμαζώφ του Φ. Ντοστογιέφσκι. Στο μυθιστόρημα αυτό, τον δέκατο έκτο αιώνα ο Ιησούς κατεβαίνει στη γη και ο υπερήλιξ Ιεροεξεταστής τον βάζει φυλακή κατηγορώντας τον για την ελευθερία, που δίνει στους ανθρώπους μέσα από την πίστη στο Θεό που τους διδάσκει.

Στα μαθήματα, αναφέρεται συχνά στον Ντοστογιέφσκι, και στα λεχθέντα του: «Αν δεν υπάρχει Θεός, όλα επιτρέπονται».«Τον εαυτόν μου σκότωσα. Όχι την γριούλα» αναφωνεί ο Ρασκόλνικωφ. Ρήσεις, ήρωες του Ντοστογιέφσκι, φυλακισμένοι κρατούμενοι του Κορυδαλλού και η Ελένη Λαδιά έρχονται αντιμέτωποι μέσα από την λογοτεχνία, σχετικά με τον φόνο. Μετά από αυτές τις συζητήσεις πολλοί παραδέχονταν πως θα έκαναν το παν, για να μην ξαναμπούν φυλακή. Όμως δεν το έλεγαν όλοι. Κ όταν τους ρώτησε αν βλέπουν όνειρα, πολλοί απάντησαν εφιαλτικά, άλλοι είπαν μπερδεμένα και ο Κεμάλ είπε πως στα όνειρά του βλέπει τον έξω κόσμο. Οι φυλακές έχουν γίνει πλέον ένας οικείος χώρος και επιλέγει να τους ξαναμιλήσει και πάλι να τους μιλήσει για το φόνο διαβάζοντας τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη. Δεν δυσκολεύονται να κατανοήσουν τη γλώσσα του, σαν να τους μιλά απευθείας στην καρδιά. Και δεν σταματά εκεί, συνεχίζει τις ομιλίες της και τους μιλά για το Σύμπαν και τη δικαιοσύνη που αποδίδει, τους μιλά για το καλό και το κακό. Και ο Νίτσε μαζί της, μαζί τους, θέμα συζήτησης.

Πολλοί έχουν κάμει το σώμα τους διάστικτο από αρχικά ονομάτων, κομποσκοίνια, λύκους, σταυρούς, παλάμες σε στάση δέησης. Θέλουν να ξεχωρίζουν ο καθένας με τη δική του κραυγή πάνω στο δέρμα του. Δεν ρωτά για το παρελθόν κανενός, ενώ όλους τους ονομάζει υιούς της. Μεταξύ των φυλακισμένων επικρατεί ρατσισμός με τους ξένους να είναι οι πιο φανατικοί και στις συζητήσεις τους ο Μέγας Αλεξάνδρος τους διχάζει, όπως και τα Σκόπια. Ωστόσο σαν μικρά παιδιά χαίρονται, οργανώνονται κάνουν έκθεση ζωγραφικής και ο Μάριος της χαρίζει τον δικό του πίνακα. Αναπαριστά δύο λευκά περιστέρια. Από τότε ο πίνακάς του κρέμεται στον τοίχο του γραφείου της. Την σέβονται την αγαπούν και πάντα μετά τα μαθήματά της λάμπουν τα μάτια τους. Ενώ μια μέρα με θέρμη πολύ γίνονται όλοι βιβλιοθηκονόμοι. Ταξινομούν τα βιβλία. Είναι Σάββατο του Λαζάρου. Θάνατος και ανάσταση.

Ωστόσο, ένα άλλο Σάββατο, ήταν των Τριών Ιεραρχών, μέρα σημαδιακή αγιοσύνης και γνώσης «έφυγε» από ανακοπής καρδιάς ο αγαπημένος τους Δάσκαλος ο Γιώργος Ζουγανέλης. Η Ελένη Λαδιά πήγε στις φυλακές Δευτέρα -εκτός των μαθημάτων της- για να είναι μαζί τους. Ήξερε πόσο τον αγαπούσαν και πόση ελπίδα, δύναμη και γνώσεις τους έδινε, αυτός ο χαρισματικός Δάσκαλος, για τη ζωή. Ήθελε να το συζητήσει μαζί τους να βγάλουν όλοι μαζί και η ίδια την αγάπη και τον σεβασμό που είχαν για αυτόν. Και επειδή δεν θα μπορούσαν να παραβρεθούν στην τελετή της ταφής του, τους πρότεινε να γράψει ο καθένας κάτι και η ίδια θα τα διάβαζε όλα στον επικήδειό του. Έτσι και έκανε.

Έκτοτε, προς τιμήν του μια πτέρυγα των φυλακών αρρένων πήρε το όνομα του: Γεώργιος Ζουγανέλης.

Μέσα στα τέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν στα μαθήματα στις Φυλακές Αρρένων Κορυδαλλού, η Ελένη Λαδιά ήρθε σε επαφή με 350 κρατουμένους. Τους αντιμετώπισε με αγάπη και σεβασμό σαν να ήταν γιοί της, και για αυτούς άνοιξε τον πλούτο των γνώσεων της και τους έκανε το καλύτερο δώρο. Αυτό που κάνει και σε κάθε αναγνώστη της. Να διδάσκει ιδέες, ήθος και ελληνική γλώσσα.

Η αρχιτεκτονική/δομή των κειμένων της έχει τα συμπαγή και στέρεα θεμέλια μιας ευφυούς σύλληψης κατά την οποίαν η καθημερινότητα εμπλέκεται με την δημιουργία, με έναν τρόπο θεϊκό και ανθρώπινο. Διττό, θα έλεγα. Με τον τρόπο αυτόν κατανοεί, επεξηγεί και προστατεύει μια τρυφερή γεμάτη αγάπη και σεβασμό σχέση της με τον άνθρωπο. Οι ήρωές της κινούνται μεταξύ ανθρωπίνων και θεϊκών, ενώ ο χρόνος διαστέλλεται και απλώνεται αποτυπώνοντας την αέναη επανάληψη των γεγονότων. Των ίδιων λαθών. Σαν η ανθρωπότης να καθυστερεί την εξέλιξή της.

Κάθε ένα από τα διηγήματά της είναι αυθύπαρκτο, περικλείοντας το δικό του σύμπαν. Ένα μείγμα υπαρκτών γεγονότων και ανθρώπων με εμβόλιμες θεολογικές , φιλοσοφικές, μυθολογικές και ιστορικές παρεμβολές απλώνει τις ρίζες του βαθειά στον χρόνο, αποκαλύπτοντας τον συνεχή αγώνα του ανθρώπου με το κακό. Αυτό γίνεται το σχολείο του. Του δίνει όνομα και το αποκαλεί Σατανά σαν να είναι άνθρωπος, ή άνθρωπος που έχει την μορφή του, ισχυριζόμενη πως το κακό δεν ξεριζώνεται, ελλοχεύει και επειδή είναι ανυπόστατο πρέπει να το αποφεύγουμε.

Κείμενα κεντημένα με λέξεις εμπνευσμένες και ποιητικές απλώνουν τον πλούτο των ιδεών της, αποκαλύπτοντας ένα προηγμένο πνεύμα που σκέπτεται διττά ενώνοντας το θείο με το ανθρώπινο. Ωριμότερη, γίνεται ευάλωτη, ευαίσθητη. Πλάθει λέξεις, αφήνοντάς τες να προβάλλουν όχι μόνο το δικό τους κάλλος αλλά το κάλλος της δικής της γραφής, εμφανίζεται απελευθερωμένη από κάθε πόνο. Ποιος πόνος μπορεί να την πονέσει πια! Με όσους αγάπησε και έχασε άλλαξε τη σχέση της μαζί τους διαφοροποιώντας την σε αυτήν της μνήμης. Στη γραφή της ποιητική όσο ποτέ άλλοτε κάνει τις αφηγήσεις της να μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής: «Γεννήθηκα με ένα δένδρο μέσα μου..», «Φόρεσα τα σκούρα μπλε φτερά μου, που λίγο απείχαν από το μαύρο χρώμα, και πέταξα για να σε βρω..», «Το στοιχειωμένο διήγημα διαβιώνει σε μια αραχνιασμένη σοφίτα, στα φύκια των θαλασσινών σπηλαίων, φωλιάζει στην ακαθόριστη μνήμη..» Ωστόσο, η διάθεσή της αυτή δεν την απομακρύνει από τα θέματα που τόσα χρόνια ορίζουν τα κείμενά της, αλλά υπάρχουν και κοσμούν την αφήγηση ενός απολογισμού ζωής. Ιδέες και κάλλος σμίγουν για να εκφραστεί, καταφέρνοντας με τρείς μόνο λέξεις: υποχθόνιος, χθόνιος, επουράνιος να σχηματοποιεί τη σφαίρα της δημιουργίας εκτοξεύοντας το βλέμμα του αναγνώστη από τα έγκατα της γης στο χάος του απείρου. Και ο θάνατος τελευταία στα κείμενά της εμφανίζεται συνεχώς. Άλλου υπονοείται και αλλού έχει όνομα. Ευδοξία! Ενώ άλλοτε είναι μια κραυγή: Μάνα! Το Αγιόφυλλό της.

Στο βιβλίο της αυτό αισθάνεται πιο ελεύθερη και απογυμνώνεται για να δείξει όλες τις ουλές, που ο θάνατος της άφησε. Ή μήπως αψηφά τον Θάνατο πλέον, αν και είναι ο μόνος που φαίνεται πιο δυνατός της.

Καταπληκτικές εισαγωγές στα διηγήματά της , τα οποία στην εξέλιξή τους, ο κορμός τους οδηγεί τον αναγνώστη αλλού. Συχνά έξω από τον υπαρκτό κόσμο και το κάνει με τόση χάρη και ποιητικότητα πλέον. Η γλώσσα στα χέρια της μοιάζει σαν πηλός, με τον οποίον παίρνει πάντα την καλύτερη όψη της. Παίζει, ακόμη και με τους ήχους των λέξεων, όναρ και ήπαρ, ενώ τα επίθετα στη γραφή της αποτυπώνονται με ανάλαφρη βαρύτητα προσδίδοντας χάρη και έμπνευση στις λέξεις και στο κείμενο. Και η ίδια ανάλαφρη στροβιλίζεται στο φύσημα του ανέμου σαν ένα αγίοφυλλο, που αφήνει ένα κλαδί για να εγκατασταθεί σε άλλο. Σε άλλους πόνους, σε άλλες ιδέες, σε άλλες προτάσεις. Τελευταία οι πόνοι έχουν πλέον όνομα, ακόμη και όταν δεν τους ονοματίζει. Στέκει απέναντι τους αγέρωχη γεμάτη στοργή για την αγάπη που της έδωσαν αλλά και την έκαναν να νοιώσει, συνοψίζοντάς τα όλα σε τέσσερεις λέξεις: μητρική στοργή, έρωτας, ζωή, θάνατος.

Ωστόσο μοιάζει μια νέα σχέση να αποκτά μαζί τους και σαν φερέοικη να τους φέρει στο μυαλό της. Τη σχέση της μνήμης και των ονείρων. Εκεί συναντιέται μαζί τους. Γεμάτη σοφία όχι μόνο από τις γνώσεις της αλλά και από τον πλούτο των συναισθημάτων, που ένοιωσε μαζί τους. Βράχος στέκει πλέον αγέρωχη στη ζωή με διαφυγή της τη γραφή. Με αυτά θα συνεχίσει τον δρόμο της.

Ποίος θα είναι αυτός, θα μας το δείξει το επόμενο βιβλίο της.

Η Ελένη Λαδιά και στο βιβλίο της αυτό διδάσκει τον αναγνώστη της ιδέες και ήθος, ενώ με τέχνη γραφής υπενθυμίζει συνεχώς το κάλλος και την ευφυΐα της ελληνικής γλώσσας.

 

Ημερομηνία: 18.05.18
Πηγή: literature.gr