«Ας μου πει κάποιος ότι συνάντησε έναν άλλον ήλιο».
(σελ. 72)

Συλλέκτη στιγμών αποκαλεί τον εαυτό του ο Σωτήρης Δημητρίου στο βιβλίο του με τον τίτλο Θάμπωσε ο νους, όπου –και σ’ αυτό– με βλέμμα διεισδυτικό περιγράφει μια κοινωνία αποκομμένη από το μερίδιο της ευτυχίας. Ωστόσο, η ίδια παραμένει ευτυχής. Έστω και έτσι, κάπου ανήκει.

Στις γνωστές του παραλίες, Φαλήρου και Αλίμου –εκεί που αρέσει και στον ίδιο να μπαίνει στη θάλασσα και τον χειμώνα– οι ήρωές του συγκεντρώνονται, σαν να τους ξέβρασε ένα δυνατό κύμα. Αυτό της ζωής. Απόκληροι και συνταξιούχοι δημιουργούν μια άλλη κοινωνία. Είναι σημαντικοί στο ψηφιδωτό αυτό και η απουσία τους γίνεται έντονα αισθητή. Μόνο σε αυτούς που τους ενώνει η παραλία κι η θάλασσα λείπουν. Σαν να γεννήθηκαν εκεί, δίπλα στα βάσανα και τη μοναξιά των άλλων.

Αυτό το ετερόκλητο κοινό, μέσα από είκοσι πέντε διηγήματα, με ιστορίες του δρόμου και της άμμου, ζωντανεύει ο Σωτήρης Δημητρίου με τη γεμάτη ανθρωπιά και διεισδυτικότητα ματιά του. Περιγράφει στιγμιότυπα ζωής και ανθρώπων, όπου μοναξιά και απώλειες τους οδηγούν στις παραλίες, στους δρόμους, στα βαγόνια, στην τρέλα.

Πρωταγωνιστές του είναι η επαίτης, έξω από την εκκλησία, ο συγγραφέας με το όνομα που μπερδεύουν όλοι, ο στρατηγός με τα διαφορετικά προσωπεία και ρόλους. Τι κι αν είναι καλοντυμένοι, όπως οι δίδυμοι,και με χαρά χαιρέτιζαν καθημερινά τους «θαμώνες»της παραλίας, τους περαστικούς στους δρόμους, τους οδηγούς ταξί, τι κι αν τραγουδούσαν από άριες μέχρι σύγχρονα τραγούδια, όλη αυτή η χαρά χάθηκε όταν έμεινε μόνον ο ένας. Τότε, αυτός που απέμεινε, άλλαξε την καθημερινή διαδρομή και φορώντας μέρα παρά μέρα ρούχα του αδελφού του μεταμορφωνόταν σε αυτόν. Νόμιζε πως ήταν μαζί. Πως δεν έφυγε ποτέ. Ήρωές του, όπως στα «Προσφυγάκια ΙΙ», μοιάζουν να μη χώρεσαν στο προηγούμενο βιβλίο, Το κουμπί και το φόρεμα, και μεταφέρουν τη ζωή τους σε αυτό, δίνοντας την ευκαιρία στον συγγραφέα άλλοτε να συνομιλεί με τον αναγνώστη και άλλοτε με τον εαυτό του. Η κυρία Πόθου από το τρίτο διήγημα, «Προσωπεία», παρά το προχωρημένο της ηλικίας της ξαναεμφανίζεται στο διήγημα «Η έλξη της απόκλισης», για να εμπνεύσει τον πόθο, γιατί η ομορφιά και η χάρη δεν χάνονται ποτέ. Ενώ στο διήγημα «Η φωλέα των νευρώνων», ο συγγραφέας λέει πως η τρέλα, όπως και η ζωή, θέλει δύο. Η μοναχική διαδρομή του συγγραφέα στη ζωή τον κάνει να μη συνειδητοποιεί τις αλλαγές που γίνονται και μέσα σε αυτόν. Λείπει η προέκταση της δικής του ζωής σ’ έναν απόγονο. Μόνο τότε θα είχε καθημερινά τη σύγκριση, ακόμη και στη γλώσσα, του τότε και του τώρα.

Μέσα από όλους αυτούς τους ήρωες μας μιλά για τον άνθρωπο και την ανάγκη του για συντροφικότητα. Ιδιαίτερα, όταν η φυγόκεντρος της ζωής τον εκτοξεύει στους δρόμους και στην άμμο. Ήρωες και ηρωίδες, ράκη της ζωής.

«Ρακί από ράκη, φιλιά στον Μάκη, από αγάπη που πέρασε και μας προσπέρασε». (σελ. 50)

Αναφέρεται στον Μητροπάνο, τον θεωρεί τον μεγαλύτερο Έλληνα τραγουδιστή, κρύβοντας και ο ίδιος μέσα του τον πόνο για την αγάπη.

Στο διήγημα «Μνήμα μνήμης»,ο συγγραφέας, τρυφερός και παραδομένος στον έρωτα, μέσα σ’ ένα γεμάτο αγάπη και άλλων ηλικιών κείμενο –ακόμη και των γονιών του–, αναφέρει το τυχαίο, άτολμο, άστοχο πολλάκις του έρωτα, κρύβοντας μέσα του τον πόνο της αναμονής, ενώ τα χείλη σιγοτραγουδούν: «Καλοκαίρια και χειμώνες/ περιμένω να φανείς/ δάκρυα καυτά σταγόνες/ θα με καίνε ώσπου να ’ρθεις» (σελ. 50). Στο διήγημα «Ο αμνός του Χριστού», ο Σωτήρης Δημητρίου τοποθετείται για άλλη μια φορά ως προς τη θρησκευτική πίστη. Τη χαρακτηρίζει σαν ένα φαρμακείο χωρίς αποτέλεσμα. Στο «Τράνζιτο», εικόνες αεροδρομίου, επισκευών κι επιβατών κάθε ηλικίας που τρέχουν με θόρυβο προς έναν προορισμό διερχόμενοι τα γκισέ και τους διαδρόμους με βλέμμα αφηρημένο, έκπληκτο, βιαστικό, φοβισμένο… όπως ακριβώς τρέχουν όντες τράνζιτο και στο πέρασμά τους από τη ζωή. Και στο διήγημα «Θάμπωσε ο νους», που δίνει και τον τίτλο του στο βιβλίο, ο συγγραφέας μάς δείχνει πόσο λάθος συμπεράσματα έχουμε από την εικόνα της ζωής ορισμένων, που όσο και αν λάμπουν σαν ήλιου φως, ένα σαράκι που ξέρουν μόνο αυτοί τους κατατρώει οδηγώντας τους στην κατάθλιψη και τον θάνατο. Στον «Συμψηφισμό», ο έλεγχος της ολοκλήρωσης του πόθου, ο προγραμματισμός του, σαν ιδέα αλλά και πράξη, για ένα ναι ή όχι – κι η ένταση που φέρνει το ανολοκλήρωτο είναι μεγαλύτερη από το αν ο άλλος υπέκυπτε/συναινούσε. Μια αμφιταλάντευση στην ολοκλήρωση της ηδονής φέρει έναν συμψηφισμό και ναι και όχι, χωρίς να καταγράφονται τα μελλοντικά αποτελέσματα.

 

Η φύση λάμπει συνεχώς, όμως ταυτόχρονα αγριεύει και θεριεύει καλύπτοντας τα πάντα, όταν οι άνθρωποι την εγκαταλείπουν.

 

Στο διήγημα «Πρόσκοπος της εντροπίας» μας μιλά για την αγάπη του στα βιβλία. Από μικρός αναζητούσε με λαχτάρα να προσθέσει ακόμη ένα στα ελάχιστα που είχε. Αργότερα άρχισε να τα χαρίζει με σακούλες στους επισκέπτες του. Η σταθερή του βιβλιοθήκη βρίσκεται στο πατρικό του σπίτι, και όταν γεμίζει κι αυτή, τότε, σαν πρόσκοπος της εντροπίας, τα μοιράζει. Έχει το δικό του άλλοθι, διαλέγοντας τους δρόμους από τα βιβλία. Πιστεύει πως: «Τα χρόνια τα δικά σου και των άλλων σού μαθαίνουν περισσότερο». Γι’ αυτό αγαπά και τις παροιμίες. Κρύβουν συμπυκνωμένη γνώση και σοφία: «Οι συλλογές παροιμιών μού φαίνονται πολύ αξιανάγνωστες. Δεν έχουν πόζα, έχουν ζηλευτό ύφος και προχώρησαν πολύ, ας είναι παμπάλαιες, στην –πάντα επιφανειακή– γνώση του ανθρώπου» (σελ. 81), π.χ. «ό,τι παίρνεις στο σπάργανο, το αφήνεις στο σάβανο» (σελ. 81), υπενθυμίζοντας τη λαϊκή ρήση πως το χούι φεύγει με την τελευταία πνοή.

Ο Σωτήρης Δημητρίου, άνθρωπος των λέξεων, αγαπά τα λεξικά και περισσότερο τα ιδιότυπα. Οι λέξεις και οι σημειώσεις τους τον ταξιδεύουν, όπως«Ο άτλας του ανθρωπίνου σώματος, οι εννεασύλλαβες λέξεις, τα εξαρτήματα των πλοίων του 18ου αιώνα, λεξικό των ιερών λειψάνων» (σελ. 82). Ομολογώντας, τέλος, την επιθυμία του να υπήρχε μια βιβλιοθήκη σαν βαλίτσα, τότε θα την έπαιρνε παντού και το βράδυ θ’ άπλωνε στην τύχη το χέρι του και θα χανόταν στις λέξεις του βιβλίου που θ’ άγγιζε. Μαζί τους θα ταξίδευε στα ταξίδια που δεν έκανε. Μια αγάπη ιερή –για τις λέξεις– ομολογεί σε αυτό το διήγημα, που φέρνει συγκίνηση στον αναγνώστη. Για τις λέξεις που έρχονται και του δίνουν χαρά, αλλά και χαρές που μόνο μαζί τους έζησε και ζει. Κείμενο, που κατά τη δική μου γνώμη, δεσπόζει στο βιβλίο, επαναφέροντας στη σκέψη του εξοικειωμένου αναγνώστη και ένα άλλο βιβλίο του, Τα οπωροφόρα της Αθήνας. Μια σπουδή στη γραφή και τις λέξεις.

«Το μυστικό» είναι ένα διήγημα για το ανάρμοστο ξύπνημα του πόθου σ’ ένα αθώο εφηβικό κοριτσίστικο σώμα, ενώ στον «Σελιδοποιό» αναφέρει τις συγκρούσεις και τον αγώνα συγγραφέα, διορθωτή, σελιδοποιού, που πάντα τελικά συνεννοούνται μεταξύ τους, επέρχεται ο «γάμος» των αντικρουόμενων απόψεων και εκδίδεται το βιβλίο.

Στο «Αντιάμο σούμπιτο», ο συγγραφέας περιγράφει το γύρισμα του βιβλίου Τα οπωροφόρα της Αθήνας σε ταινία με σκηνοθέτη τον Νίκο Παναγιωτόπουλο, ο οποίος επιτρέπει στον συγγραφέα να παρευρίσκεται. Στιγμές ανθρώπινες, γεμάτες τρυφερότητα και αγωνία, εκτυλίσσονται στο γύρισμα και την αφήγηση, για τον άνθρωπο και τον έρωτα στην τέχνη. «Αντιάμο σούμπιτο κο λα μια μελαγχολία» ήταν το πρόσταγμα και όλοι στις θέσεις τους περίμεναν. Ακόμη και ο συγγραφέας. Ωστόσο, μια φράση, «είμαι πρώτος μεταξύ ίσων», που δεν είχε ειπωθεί στον τόνο που έπρεπε, έκανε τον σκηνοθέτη εκείνο το βράδυ να χάσει τον ύπνο του. Ένα ερωτηματικό στριφογυρνούσε στο μυαλό του: «Θα το πει άραγε σωστά αύριο;» Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, σκηνοθετώντας την ταινία, ευφυώς τοποθέτησε στον τοίχο εμπρός από το γραφείο του συγγραφέα ένα τεράστιο παράθυρο. Σημειολογικά ήθελε να τονίσει ό,τι ακριβώς είναι αυτό το βιβλίο. Ένα μεγάλο παράθυρο στον δρόμο. Στη ζωή. Όπως ακριβώς βλέπει τα βιβλία του ο συγγραφέας, αλλά και ο αναγνώστης.

Στο «Σιαπέρα πράματα», η φύση και οι άνθρωποι αλλάζουν. Η φύση λάμπει συνεχώς, όμως ταυτόχρονα αγριεύει και θεριεύει καλύπτοντας τα πάντα, όταν οι άνθρωποι την εγκαταλείπουν. Τότε τα χωριά ερημώνουν, οι κήποι ξεραίνονται και τα μονοπάτια στα βουνά σκεπάζονται. Χάνονται, όταν οι άνθρωποι μεταναστεύουν, κάνοντας άλλη πατρίδα και άλλο βιος σε μέρη μακρινά. Η αλλαγή του τρόπου ζωής –ο πολιτισμός– αφαιρεί τις χαρές που προσφέρει η φύση στον άνθρωπο.

Στο διήγημα «Γεύσεις», απολαύσεις στόματος και σώματος, που αποτυπώνονται σαν εκφράσεις αλλά και ηχηρά, από την παιδική ηλικία, αργότερα γίνονται ασυνείδητες μιμήσεις ή το ακριβώς αντίθετο.

Στο «Κασκόλ της Ιόλης», το ντύσιμο, από το τίποτα μπορεί να φαίνεται προσεγμένο, αλλά ταυτόχρονα το υπερβολικά προσεγμένο γίνεται αρνητικό. Αλαζονικό. Όλα επάνω μας μας προδίδουν. Μας μαρτυρούν. Γίνονται πρόκληση προβολής και ζευγαρώματος. Γίνονται μια σιωπηρή κραυγή. Και συνεχίζει: Το ντύσιμο, φλυαρώντας για εμάς, προσθέτει πολλά για την εικόνα μας, δείχνοντας ταυτόχρονα τη διεκδίκηση αλλά και την παραίτηση της ζωής. Τ’ ανοιχτόχρωμα και έντονα χρώματα μαρτυρούν παιδικότητα, ελαφρότητα αλλά και την ελευθερία της προσωπικότητάς μας. «Καλό ντύσιμο είναι αυτό που ξεχνάς», υποστηρίζει ο συγγραφέας. Συμπεριφορές, ένδυση και χτένισμα αποκαλύπτουν τον κρυμμένο εσώτερο εαυτό μας. Το ομοιόμορφο της στρατιωτικής στολής δίνει αίγλη, κάποτε η απλότητα της μαθητικής ποδιάς φώτιζε το πρόσωπο, ενώ η σημερινή «θορυβώδης» ενδυμασία των παιδιών αφαιρεί την εσωτερική τους ελευθερία. Ακόμη και η διαφορετικότητα στα φύλα εκφράζεται μέσα από μια εμφανισιακή κραυγή, που τυλίγει το σώμα, ενώ το πρόσωπο μιλά χωρίς ρούχα, λάμποντας, σ’ όλες τις ηλικίες. «Η εντύπωσις μάλλον εξαρτάται απ’ την εσωτερική υποστήριξη. Ο καθείς και η σκευή του» (σελ. 115).

 

Φύση και άνθρωπος γίνονται οι αφηγήσεις, οι αράδες του, μ’ όλη την ευωδιά, την ομορφιά, την ασχήμια και την ερημιά που έχουν.

 

Στο διήγημα «Ζεύκια», το τραγούδι της ζωής που ακούγεται από γερόντισσες στο νοσοκομείο γίνεται ο τρόπος με τον οποίο οι γερόντισσες γιατρεύουν τις ψυχές τις δικές τους και των γύρω τους: «Μααύρηηη, μααύρηηη, μααύρηηηη, έλεγε η Αλέξω και της πήγαιναν τα δάκρυα ροή» (σελ. 121). Πόσο διαφορετικά και συγκινητικά είναι τα κείμενα που αναφέρονται στους ανθρώπους του χωριού. Έχουν ψυχή και πόνο. Αυτόν τον πόνο τραγουδούν, σε μια μορφή μοιρολογιού, με τη σοφία του χρόνου και της ζωής.

Και τελευταίο διήγημα, «Η ψηλή». Η δύσκολη ζωή στο χωριό και οι συνεχείς καθημερινές υποχρεώσεις –τα πρόβατα, τα μελίσσια– κρατούν ένα παιδί, τη Σοφία, μακριά από το παιγνίδι. Αν και τους τραγουδούσε όταν τα έβγαζε για βοσκή, όταν ο παιδικός θυμός έβγαινε τους στερούσε νερό, τροφή και στη χριστουγεννιάτικη έκθεση ευχή της ήταν ένας λύκος να τα φάει, για να παίξει με τ’ άλλα παιδιά. Η ψηλή –η προβατίνα– ένα βροχερό απόγευμα, όταν το μονοπάτι είχε χαθεί απ’ το νερό, από ένστικτο βρήκε το πέρασμα όχι μόνο στο κοπάδι, αλλά και στη Σοφία, που όλο το δάσος ηχούσε το όνομά της: Σοφίααα. Την έψαχνε η μάνα της. Τα ζώα αποκτούν ενσυναίσθηση από αγάπη.

Και στο βιβλίο αυτό του Σωτήρη Δημητρίου, λαϊκές σοφίες αναμειγνύονται στη γραφή δίνοντας χρονικό βάθος στην αφήγηση. Πότε τρυφερός, πότε χαρούμενος, αλλά πάντα έκθαμβος από το φως της ζωής, αφηγείται αναγνωρίζοντας και δικά του χαρακτηριστικά στους ήρωές του. Μοιάζει άλλοτε να μεταμορφώνεται σε γλάρο και άλλοτε σε αετό, για να μπορεί να υπερίπταται της θάλασσας και των βουνών. Είναι και ο ίδιος κομμάτι αυτής της ελευθερίας, αυτού του κύματος της ζωής, που τον ξέβρασε με μια πένα στο χέρι, για να το μεταφέρει στις σελίδες του. Έτσι, μπορεί να περιγράφει άλλοτε τους παφλασμούς του ανθρώπου στα κύματα της ζωής και άλλοτε τις πατημασιές του. Φύση και άνθρωπος γίνονται οι αφηγήσεις, οι αράδες του, μ’ όλη την ευωδιά, την ομορφιά, την ασχήμια και την ερημιά που έχουν. Οι αφηγήσεις του αναμειγνύουν την αλήθεια με το ψέμα της φαντασίας, και με το ταλέντο του δίνει σάρκα και οστά στους ήρωές του. Αυτοί είναι τα παιδιά του. Αυτοί είναι η φωνή του. Ωστόσο, πολλές φορές εντόπισα στη γραφή του, όπως και τώρα, να μιλά σαν ψυχολόγος για τις ανθρώπινες συμπεριφορές, επιρρίπτοντας ευθύνες στη γονεϊκή αντίληψη ζωής που ενστερνίζεται κάθε παιδί, με πρωταγωνίστρια τη μάνα. Προτείνοντας, στο βιβλίο Κοντά στην κοιλιά, την απομάκρυνση των παιδιών από τη φυσική τους μητέρα.

Ο Σωτήρης Δημητρίου, με γραφή διαφορετική και πολλές φορές ιδιότυπη, διατηρώντας τις ηπειρώτικες ρίζες προάγει την ιδιαίτερη πατρίδα του και φέρνει την παράδοσή της στο τώρα. Με αυτόν τον βηματισμό, στον οποίον ωθεί γενικότερα την ελληνική λογοτεχνία, κατατάσσεται σε εξέχουσα θέση μεταξύ των σύγχρονων Ελλήνων λογοτεχνών.

Αυτό είναι το δέκατο πέμπτο βιβλίο του συγγραφέα, κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2017 από τις Εκδόσεις Πατάκη και το εξώφυλλο κοσμεί το ομότιτλο έργο του Κώστα Παπανικολάου, Θάμπωσε ο νους. Στον πίνακα φαίνεται το κίτρινο φως του ήλιου να κατεβαίνει στα στάχυα, που είναι ξερά και γεμάτα καρπούς έτοιμους να δρέψεις, σαν τους καρπούς από τις ημέρες της ζωής μας. Αυτό έκανε ο Σωτήρης Δημητρίου. Αυτούς τους καρπούς έδρεψε και τους έκανε σελίδες στα βιβλία του.

Εκδόσεις Πατάκη
Ημερομηνία: 19.5.2023
Πηγή: diastixo.gr