Ο Δημήτρης ή αλλιώς Τζίμης, το ορφανό της Δόμνας, θυρωρού σε πολυκατοικία της Κυψέλης, τριγυρνά στους δρόμους χαρούμενος σφυρίζοντας και τρέχοντας για διάφορα θελήματα. Ίχνος μιζέριας, ηττοπάθειας ή μίσους δεν υπάρχει μέσα του. Όλοι οι ένοικοι της πολυκατοικίας τον αγαπούν και τον τσιμπούν στο μάγουλο, όταν ανεβαίνουν μαζί του στο ασανσέρ. Αυτός που του έχει ιδιαίτερη αδυναμία είναι ο Πέτρος Γρύλος, ένας πάλαι ποτέ πρωταγωνιστής θεάτρου και τώρα ιδιοκτήτης της θεατρικής αίθουσας, που φέρει το όνομά του. Στην απόκτηση αυτής της αίθουσας είχε βοηθήσει πολύ –χρηματικά– η γυναίκα του, Φωτεινή. Τις οίδε ποια ακριβώς ήταν η δουλειά της και πώς κέρδισε τόσα χρήματα!
Όταν η Δόμνα αποφάσισε να ζήσουν κάπου αλλού με τον νέο σύντροφό της, ο Τζίμης αρνήθηκε να την ακολουθήσει. Ήταν τότε δεκατεσσάρων χρόνων. Έκανε την επανάστασή του και παρέμεινε το ορφανό του ναύτη Μένιου, εκεί, στην πολυκατοικία της Κυψέλης, υπό την κηδεμονία του Πέτρου Γρύλου και της Φωτεινής. Ωστόσο, μια σκιά πλανιόταν ως προς την πραγματική πατρότητα του Τζίμη.
Είναι η εποχή της δεκαετίας του ’60 και τόσο η θεατρική αίθουσα «Πέτρος Γρύλος», η οποία δεν είχε κάτι ποιοτικό να παρουσιάσει στο ρεπερτόριό της, όσο και ένας μαγικός μανδύας, που θα κληρονομήσει ο Τζίμης μετά τον θάνατο του Πέτρου Γρύλου, θα γίνουν η πλεκτάνη πάνω στην οποία θα στηθεί η πλοκή του έργου.
Ο Τζίμης στους δρόμους της Κυψέλης, που τόσο καλά ξέρει, χωρά παντού. Μεγαλώνοντας, έχει παραμείνει ρομαντικός, γενναιόδωρος και δίκαιος απέναντι σε όλους. Ήρθε όμως η στιγμή, ήταν κοντά στα εξήντα, που η Κυψέλη αλλά και η ζωή τού έκλεισαν κάθε πόρτα και κάθε δρόμο. Ήταν τότε που διαπίστωσε πως όλα είχαν αλλάξει. Η κοινωνία γύρω του είχε πάρει το πρόσωπο ενός σαρκοβόρου τέρατος. Στη θεατρική αίθουσα «Πέτρος Γρύλος» και σε μια άλλη θεατρική αίθουσα, αυτήν της ζωής του Τζίμη, γίνονται ανακαινίσεις. Ωστόσο, και οι δύο αίθουσες έμελλε να φέρουν τους τίτλους του τέλους γι’ αυτόν.
Μια ζωή που ρέει και μια γλώσσα το ίδιο ρέουσα αποκαλύπτουν το χειμαρρώδες συγγραφικό ταλέντο του Χ.Α. Χωμενίδη, που μέσα από έναν πλούτο σχέσεων συνδέει τους ήρωες χωρίς κανένα αφηγηματικό κενό, κανένα άτοπο, ημιτελές ή παράταιρο γεγονός.
Ο Χ.Α. Χωμενίδης, στο βιβλίο του με τον τίτλο Ο Τζίμης στην Κυψέλη, γεννά έναν ήρωα διαφορετικό. Όχι μόνο διαφορετικό από τους προηγούμενους ήρωές του, αλλά διαφορετικό και από την κοινωνία στην οποία τον τοποθετεί. Αντισυμβατικό. Ο Τζίμης, χαρούμενος, ρομαντικός και καταφερτζής, από μικρό παιδί έμαθε να αντιστέκεται και να παίρνει αυτό που ήθελε. Αργότερα, διεκδίκησε και κέρδισε την ελευθερία του, όντας μαθημένος ταυτόχρονα να ζει μέσα σε οικογενειακά και κοινωνικά πλαίσια. Γενναιόδωρος και δίκαιος, προστάτεψε τον εαυτό του από τον φθόνο που δεν τον δηλητηρίασε, όπως είχε κάνει σε πολλούς. Συγχρόνως, προστάτεψε αλλά και παγίδεψε τον εαυτό του στις κοινωνικές αλλαγές, τις οποίες δεν συνειδητοποίησε και που όμως έμελλε να τον καταπιούν. Δεν μπόρεσε να αντιληφθεί εγκαίρως το απρόσωπο ψηφιακό πρόσωπο της κοινωνίας, τις ανύπαρκτες ζωές των γύρω του, τα σύμβολα και τις επιγραφές που θα σηματοδοτούσαν τη ζωή και τον θάνατο ορισμένων. Δεν μπόρεσε να αντιληφθεί το συμφέρον ενός εκάστου πόσο δηλητηριώδες ήταν, γι’ αυτόν τον ίδιο και για τους γύρω του. Μόνο μια ελπίδα υπήρχε γι’ αυτόν. Μια άλλη γενιά. Η φρεσκάδα και το αμόλυντο της νιότης. Η κόρη του! Ωστόσο, η λαίλαπα του μίσους των προηγούμενων γενεών στάθηκε πιο δυνατή. Θανατηφόρα.
Κατά την αφήγηση, η οποία έχει πολλά πρόσωπα και διαφορετικές γραμματοσειρές, όλα εξελίσσονται μέσα και γύρω από μια θεατρική σκηνή. Η μαγεία του θεάτρου και της ζωής –ένα θέατρο και αυτή– γίνεται το σανίδι όπου όλα εξελίσσονται, αφήνοντας στο τέλος να πρωταγωνιστήσει το εκδικητικό σήμερα, με το φως των προβολέων πότε να προβάλλει το ένα γεγονός και πότε το άλλο, ρυθμίζοντας τον χρόνο. Η γλώσσα, ρέουσα και χωρίς λεκτικά εμπόδια, επιτρέπει εξίσου απρόσκοπτα να απλώνεται η ευφάνταστη πλοκή του έργου. Μια ζωή που ρέει και μια γλώσσα το ίδιο ρέουσα αποκαλύπτουν το χειμαρρώδες συγγραφικό ταλέντο του Χ.Α. Χωμενίδη, που μέσα από έναν πλούτο σχέσεων συνδέει τους ήρωες χωρίς κανένα αφηγηματικό κενό, κανένα άτοπο, ημιτελές ή παράταιρο γεγονός.
Και μέσα στα μάτια του Τζίμη της Κυψέλης ο αναγνώστης βλέπει βαθιά τα μάτια του συγγραφέα. Αυτά τα μάτια, που παρατηρούν και καταγράφουν τις αλλαγές, το απρόσωπο και θολό βλέμμα των γύρω του, καθώς και την ψηφιακή κοινωνία του σήμερα που είναι έτοιμη να κατασπαράξει τα πάντα. Πολύ περισσότερο, να κατασπαράξει ό,τι δεν της μοιάζει. Αθωότητα, νοσταλγία και ρομαντισμός στη γραφή του συνυπάρχουν μέσα από ένα άψογο δέσιμο με τον ρεαλισμό· το μείγμα αυτό αφήνει τη νοσταλγία και τον ρομαντισμό σαν απομεινάρια μιας άλλης εποχής, ενώ ο ρεαλισμός εμφανίζεται σαν το δείγμα μιας κοινωνίας κυνικής και αδιάφορης, που έχει ήδη παγιωθεί και εξελίσσεται συνεχώς. Μεταλλάσσεται σαν ιός, που εξαπλώνεται και γίνεται όλο και πιο θανατηφόρος, έχοντας στόχο το ατομικό συμφέρον ενός εκάστου. Και μέσα σε όλα αυτά μοιάζει η Κυψέλη τόσο του Τζίμη όσο και του συγγραφέα να αποτυπώνει την πορεία της ελληνικής κοινωνίας τα τελευταία εξήντα χρόνια. Μοιάζει λες και μόνο ένας μαγικός μανδύας να μπορεί να τ’ αλλάξει όλα! Άραγε, θα βρεθεί;
Η ικανότητα του συγγραφέα να πλάθει μέσα από διαφορετικές προσωπικότητες τους ήρωές του και να διαχειρίζεται με κάθε λεπτομέρεια ένα διαφορετικό θέμα, χωρίς να αναπαράγει τον εαυτό του και να τυποποιείται, δείχνουν το ταλέντο, τον πλουραλισμό και το πολύχρωμο της δικής του προσωπικότητας. Αυτό προσφέρει ιδιαίτερη χαρά στους πιστούς αναγνώστες του Χ.Α. Χωμενίδη, οι οποίοι κάθε φορά μέσα από τις σελίδες του τον γνωρίζουν αλλιώς. Αν αυτό δεν είναι συγγραφικό ταλέντο, τότε τι είναι;