Όχι πως οι λογοτέχνες γνώριζαν κάτι παραπάνω –έναν χορό χορεύουμε και ένα τραγούδι λέμε, κατά την ωραία παροιμία– αλλά το πήραν απόφαση. Ήξεραν πως ακόμα και άπειρους συνδυασμούς να κάνουμε με τις λέξεις, η αλήθεια παραμένει όσο υπάρχει το είδος, καταχωνιασμένη στα ερέβη. Αν υπάρχει βέβαια και καμιά αλήθεια. (σελ. 79)

Καυστικό χιούμορ, ειρωνεία, θλίψη και σαρκασμός είναι τα χρώματα που ζωγραφίζουν τις αράδες του Σωτήρη Δημητρίου, στο βιβλίο του με τον τίτλο Αντιπαθητικές λέξεις (εκδ. Πατάκη, 2024).

Όντας ρομαντικός, ποιητικός, λάτρης των λέξεων, της προέλευσης και της μελωδικότητάς τους, εδώ εντοπίζει νέες, επινοήματα πολιτικής, στεγνές συναισθήματος και νοηματικού έρματος, που η σκοπιμότητα μιας ξύλινης και άνυδρης γλώσσας εφηύρε και χρησιμοποιεί. Λέξεις όπως: διάδραση, διακύβευμα, συμπερίληψη, ασύμμετρη απειλή, νοηματοδότηση, σοσιαλεθνικισμός κ.ά. Όλες αυτές τις αντιπαθητικές και άχρηστες λέξεις, κράμα συνενώσεως και συγχωνεύσεων δύο ή τριών άλλων, ή ξενόφερτων, συλλέγει στις αράδες του για το καλάθι της συγκομιδής, ή μάλλον των αχρήστων. Ωστόσο, χαρακτηρίζουν την εποχή μας.

Ο συγγραφέας πιστεύει πως δεν έχουν θέση ούτε στον γραπτό ούτε στον προφορικό λόγο και μέσα από αυτές διακωμωδεί, ειρωνεύεται, σατιρίζει και φτάνει το μαχαίρι στο κόκαλο έχοντας πλήρη συναίσθηση και γνώση τού τι ακριβώς συμβαίνει. Κρίνει ρεαλιστικά πολιτική, πολιτικούς και πολίτες, ξεγυμνώνοντας ταυτόχρονα τις υπόγειες σκοπιμότητές τους: Ένωσε κι αυτούς η γαστέρα και υποκρυφίως το υπογάστριο (σελ. 60). Κυριαρχούν στις συνομιλίες και στα προγράμματά τους, θολώνοντας τους σκοπούς τους. Έτσι πουλήθηκε, αναφέρει, η ομορφιά της υπαίθρου σε Βόρειους συνταξιούχους, έτσι οι πολίτες στους τουριστικούς δρόμους ντυμένοι σαν αρχαίοι γίνονται αξιοθέατα για φωτογράφιση και, δίνοντας έναν πυρσό από φελιζόλ στους τουρίστες, ευτελίζουν κάθε σύμβολο, στηρίζοντας ταυτόχρονα το φθηνό διεθνές εμπόριο. Γίνονται μια θλιβερή εικόνα της ιστορίας μας, αλλά με το pos, το κέρδος, ανά χείρας.

Κρίνει τους πολιτικούς αφήνοντας τα γεγονότα να τους κατονομάζουν, θυμίζοντας τα δάκρυα της «κάθε 15ης Ιουνίου» και τη λέξη «κωλοτούμπα», που κατόπιν καθιερώθηκε διεθνώς. Προσπαθεί να βρει την ομορφιά και τις ρίζες της, και καταλήγει στη λέξη «τούμπα» για να καταλάβει πώς από το σκίσιμο των μνημονίων και τις 14ωρες συσκέψεις καταλήγει σε συμφωνία δεκαετιών, με την Ελλάδα καταχρεωμένη.

Οι πολίτες δεν μένουν έξω από το διεισδυτικό βλέμμα του. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να παίζεται το θέατρο του παραλόγου χωρίς συμπρωταγωνιστές! Η ψήφος τους και το ίδιον συμφέρον τους παρέδωσε την εξουσία: Η μεγάλη πέτρα ανοίγει πολλούς κύκλους στην λίμνη της κοινωνίας, αλλά και το ελάχιστο πετραδάκι έχει τον κύκλο της εξουσίας του (σελ. 34).

Όλα αυτά μαζί, ανάμεικτα και μπασταρδεμένα, γλωσσική παραποίηση, κοινωνικό χάος, πολιτική επιρροή, εμφανίζονται στις σελίδες του, φέροντας επιπτώσεις στην καθημερινότητα των πολιτών, που «χορεύουν» στους ρυθμούς των συμφωνιών της Ε.Ε. και του κέρδους των κινεζικών προϊόντων. Μια κοινωνία στην οποία τα πάντα ξεπουλιόνται και πολλάκις γίνονται μια ατραξιόν κακόγουστη. Και οι εκκλησιαστικές παρεμβάσεις εμφανίζονται σαν ένα άλλο θέατρο, θυμίζοντάς μου το βιβλίο του Πέτρου Μαρτινίδη Μεταμορφώσεις του θεατρικού χώρου (εκδ. Νεφέλη, 1999), όπου αναλύεται η εσωτερική σημειολογία της θεατρικότητας του εκκλησιαστικού χώρου και τα δρώμενα εντός αυτού, ενώ ο Σωτήρης Δημητρίου αναφέρεται στη θεατρικότητά του εκτός αυτού. Εντός της κοινωνίας.

Καυστικό χιούμορ, ειρωνεία, θλίψη και σαρκασμός είναι τα χρώματα που ζωγραφίζουν τις αράδες του.

Ταυτόχρονα, σημειώνει ευχές ξενόφερτες, άγνωστες μέχρι πρότινος, που μπαίνουν στην καθημερινότητα των πολιτών και ηχούν κενές, χωρίς το μήνυμα και την ουσία του καλού τους λόγου. Τη γνωστή ευχή «Καλή όρεξη» αντικαθιστά η «Καλή απόλαυση», ενώ προστιθέμενες νέες συνεχώς κάνουν τον Έλληνα σιγά-σιγά να χάνει την ταυτότητά του. Αναφέρει πολλές, δείχνοντας ταυτόχρονα το καλάθι. «Η μεγαλύτερη τομή στην ελληνική ιστορία είναι η γλώσσα της. Η δύναμη και η διάχυσή της δεν είναι ένα στιγμιαίο γεγονός, αλλά ένα γεγονός στο οποίο στηριζόμαστε και μας εκφράζει εδώ και 3.500 χρόνια. Μια ζώσα γλώσσα που αν τη χάσουμε, θα χάσουμε την ταυτότητά μας», είπε η ιστορικός Δρ Μαρία Ευθυμίου σε συνέντευξή της. Για αυτή τη γλώσσα και τη σταδιακή απώλεια της γνησιότητάς της μας μιλά και ο Σωτήρης Δημητρίου, δείχνοντας συγχρόνως τα «έργα και ημέρες» που την οδηγούν εκεί.

Αλλά κι οι καλλιτέχνες του θεάματος-ακροάματος ήταν ευεπίφοροι στην μεροληπτική ιδεοληψία. Ως καλλιτέχνες ήταν ευσυγκίνητοι – ριγούσαν κι έτρεμαν τα χεράκια τους στο άκουσμα της λέξης προοδευτικός. Έτρεχαν δε ροηδόν τα δάκρυά τους όταν επλέκετο το εγκώμιο του ηθικού πλεονεκτήματος της αριστεράς. (σελ. 22)

Βέβαια κι οι καλλιτέχνες ως άνθρωποι με υλικές ανάγκες πρόσμεναν καμμιά επιχορήγηση, που τώρα με τις δράσεις τούς έρχονταν κρουνηδόν. (σελ. 23)

Απλώς να σχολιάσουμε πως δεν έβαζαν το χέρι στην τσέπη για πρόσφυγα ή αναξιοπαθούντα. Πφ, καπιταλιστικά τερτίπια, έλεγαν. Η ατομική φιλανθρωπία δεν λύνει το πρόβλημα. Το κράτος οφείλει να εξαλείψει τη δυστυχία. Ήταν μανούλες στην αυτοαθώωση. (σελ. 24)

Δημοτική ποίηση, δημοτικά τραγούδια και παροιμίες επιστρατεύονται για να περιγράψουν την ιλαροτραγική εικόνα των πολιτών:

γελούσανε μαζί μου
έσκασα κι εγώ στα γέλια

(σελ. 17)

Σαν Αριστοφάνης κάνει τον αναγνώστη να γελά και να θλίβεται, στηλιτεύοντας τους πάντες. Δημόσιοι υπάλληλοι, τρίτη ηλικία, πολίτες γενικώς εμφανίζονται στις σελίδες του, που πολλοί εξ αυτών ευθύνονται για την άνοδο μιας αυθεντίας, σαν κι αυτόν που έτρεξε, αναφέρει, σε Κίνα και Ρωσία για οικονομική βοήθεια, ακόμη και για κοπή νέου νομίσματος μίλησε. Και όλοι μαζί διακόσια χρόνια μετά είμαστε οι καλύτεροι, διατηρώντας χαιρέκακα συναισθήματα για το καλό του άλλου. Κράτος και πολίτες όλων των κατηγοριών κρίνονται από τον συγγραφέα.

Περιέργως, ισότιμη ψυχολογική σχέση με όλους τους λαούς της γης είχε το Έθνος στην δημώδη περίοδό του, ιδίως στην Τουρκοκρατία. Και επίσης τέτοια σχέση έχουν σήμερα οι διάφοροι απολιτικοί λούμπεν και οι αγράμματοι. Όσοι απέμειναν εν πάση περιπτώσει, γιατί φρόντισε το κράτος να μας αναβαπτίσει στο καζάνι του χυλού της μαζικής εκπαιδεύσεως. Εν παρόδω, τα καλύτερά μας χρόνια. Στράφι τα χρόνια της μαγείας. (σελ. 30)

Σημειώνει ευχές ξενόφερτες, άγνωστες μέχρι πρότινος, που μπαίνουν στην καθημερινότητα των πολιτών και ηχούν κενές, χωρίς το μήνυμα και την ουσία του καλού τους λόγου.

Κρίνει για μια ακόμη φορά την παιδεία, την εξαφάνιση της αριστείας, τους αιώνιους φοιτητές, προσθέτοντας και τον εαυτό του μέσα σε αυτούς. Θυμίζει τα διάφορα οικονομικά πακέτα Μ.Ο.Π. και τις αναταραχές με κουκουλοφόρους στους δρόμους, δημιουργώντας λογοτεχνική σύγχυση με τα συνθήματά τους, ενώ μοιάζει να καθιερώνεται η ελευθεροστομία στη Βουλή. Η ζωοφιλία, παίρνοντας πολιτικές προεκτάσεις ένθεν και ένθεν, κάνει έντονη την παρουσία της, ωστόσο, με πανό στους δρόμους, «ακόμη και τα εγγόνια, σαν αριστερή κληρονομιά» διαδηλώνουν. Μαζί τους εμφανίζονται και κάποιοι οικολόγοι. Και συνεχίζοντας να βλέπει βαθιά την κοινωνία και με καλυμμένη από χιούμορ θλίψη, λέει:

Το υπογάστριο όμως, καίτοι παράκεντρο, αποτελούσε την μόνιμη, εικοσιτετράωρη έγνοια όλων μας. Ουρανόθεν παγίδα. (σελ. 36)

Απαριθμεί και άλλες λέξεις στεγνές, επινενοημένες, προορισμένες για το καλάθι, ενώ ο ίδιος δίνει ζωή σε μάλλον ξεχασμένες λέξεις κι εκφράσεις, π.χ. «συνελόντι ειπείν».

Εν παρόδω, στην αρχαία αλλά και στην δημώδη γλώσσα δεν θα βρούμε ούτε μια λέξη για το καλάθι. Μάλλον η εποχή μας – η έλλειψη χειρότευκτης ζωής– ευνοεί την ακαλαίσθητη και επιπόλαιη σχέση με τη γλώσσα. (σελ. 33)

Ο Σωτήρης Δημητρίου, στις σελίδες του βιβλίου του Ανεπιθύμητες λέξεις, γίνεται η αντανάκλαση στο κάτοπτρο της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Εμφανίζει μια Βαβυλωνία με έλλειψη εθνικής υπερηφάνειας και νοήματος στη ζωή, γραμμένη με χιούμορ, ειρωνεία, σαρκασμό και ευφυΐα ως προς τη σύλληψη και την αποτύπωσή της. Μας έχει συνηθίσει ο συγγραφέας, άλλος να είναι ο τίτλος του βιβλίου και άλλη η ουσία του περιεχομένου. Το είδαμε και στο βιβλίο Τα οπωροφόρα της Αθήνας (εκδ. Πατάκη, 2010), όπου μέσα από την καταγραφή των οπωροφόρων κάνει ουσιαστικά μια σπουδή στη γραφή. Ένα βιβλίο του που έχω ξεχωρίσει, αν και θα μπορούσα να πω πως σε κάθε βιβλίο του μας δείχνει την αγάπη του για τη γλώσσα, ενώ με τη συγγραφική του δεινότητα καταφέρνει να γίνεται τόσο κοντινός και ταυτόχρονα τόσο μακρινός αφηγητής, στοχεύοντας και πετυχαίνοντας συνεχώς το μυαλό και την καρδιά του αναγνώστη.

Συζητά για τις λέξεις με τον αναγνώστη κρίνοντας βαθύτατα σε κάθε αράδα το πολιτικό σύστημα, τις πολιτικές ακρότητες των ημερών, τους πολίτες, γιατί πίσω απ’ όλα αυτά εντοπίζει τη φθορά, στο να μη γίνεται αντιληπτό αυτό που τους υποκινεί και τους εξελίσσει στο τώρα και μόνο, το οικονομικό κέρδος να τους παρακινεί. Αναφέρεται στη στημένη γιορτή εναγκαλισμού υπέρ της ειρήνης, που μιμήθηκαν και άλλα κράτη χωρίς τη δική μας ιστορία και, βλέποντας τη φιέστα να εξαπλώνεται στα πέρατα της γης, οι δικοί μας δεν αντιλήφθηκαν ούτε το ψεύτικο, ούτε το ότι οι πιο δυνατοί μάς οδηγούσαν. Ζήσαμε μια πλαστή πραγματικότητα σαν πρωταγωνιστές της ταινίας The Truman Show, με τον χάρτινο ορίζοντα στα σκηνικά.

Αλληγορικός στην αφήγησή του, φιλόσοφος και πάντα ρεαλιστής, προτείνει για την έξοδο του ανθρώπου από αυτό το αλαλούμ, που του αφαίρεσε το πνευματικό και σωματικό σφρίγος, να ξαναβρεί τη φυσική του ορμή, με την εκλέπτυνση πνεύματος και συναισθημάτων μέσα από τη χειρότευκτη ζωή κοντά στη φύση.

Στα βιβλία του μας έχει μιλήσει για τις λέξεις που τον ενέπνευσαν. Από παιδάκι τις άκουγε, τον μάγευαν κι αργότερα ανακάλυψε την ομορφιά των ήχων τους, που μαρτυρούσαν το μακρύ ταξίδι τους στο τώρα. Αυτές πάλλουν στα κείμενά του από τον αέρα του χρόνου που κουβαλούν πάνω τους, σαν σκαριά που χωρίς άγκυρα ταξιδεύουν στον ατέρμονο χρόνο. Αυτές οι λέξεις τού αρέσουν, γιατί έχουν τις ρίζες τους στην ποίηση του Ομήρου, ενώ άλλες ηχούν σαν «ουράνιες μελωδίες», που γυναίκες του χωριού ξεστόμιζαν συζητώντας μεταξύ τους και, γλυκαίνοντας τα αυτιά του όταν ήταν παιδί, τον αποκοίμιζαν.

Το βιβλίο Αντιπαθητικές λέξεις είναι ένα έργο μικρής έκτασης, μεστό νοημάτων, στο οποίο γίνεται κοινωνικοπολιτική κριτική της Ελλάδας αλλά και των σχέσεών της με τα κράτη που χρόνια τη διαμορφώνουν, μεταλλάσσοντάς τη και γλωσσικά. Αλλοιώνοντας την ταυτότητά της. Και τέλος, κάνοντας και ο ίδιος τη δική του «τούμπα» για την πιθανή αβεβαιότητα των αναφορών του, με ειρωνεία και σαρκασμό λέει: «Γι’ αυτό με λένε Ρίζο/ κι όπως θέλω τα γυρίζω» (σελ. 81).

Αντιπαθητικές λέξεις
Σωτήρης Δημητρίου
Εκδόσεις Πατάκη
σ. 88
ISBN: 978-618-07-0798-4
Τιμή: 7,70€

Ημερομηνία: 17.9.2024
Πηγή: diastixo.gr