Ο  Οιδίποδας είναι κάτι πέρα από ένα έργο, είναι κάτι έργα που είναι σαν να έρχεσαι αντιμέτωπος με το φαινόμενο της ζωής στο σύνολό της, είναι κάποια έργα που σαν να είναι όλα τα έργα μαζί, ο Οιδίποδας νομίζω ότι ανήκει σε αυτά ακριβώς τα έργα: μολονότι δεν γνωρίζεις τίποτα, νομίζεις ότι γνωρίζεις. Κι όταν έρθει η στιγμή να γνωρίσεις τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, το μόνο που σου απομένει τότε είναι να πάρεις τα όρη, τα άγρια βουνά. (σελ. 85)

Ο Άδης Δαμίγος, συγγραφέας και μεταφραστής, βρίσκεται σε ένα παράξενο δωμάτιο όπου τρεις γυναίκες απαγγέλλουν ποίηση. Είναι και οι τρεις εκστασιασμένες από τη γεμάτη «ροζ συννεφάκια» ποίησή τους και σαν συνεννοημένες αλλά και αλαφιασμένες διατρέχουν την αίθουσα, φθάνουν κοντά του και μια από αυτές τον ρωτά αν του αρέσει η ποίηση. Τότε εκείνος βγάζει το όπλο του και σκοτώνει όχι μόνο αυτήν που τον ρώτησε, και ψυχομαχώντας ψιθύριζε: «Ω, θάλασσα μαύρη θάλασσα…», αλλά και τις άλλες, που άρχισαν να ουρλιάζουν. Σέρνοντας τα βήματά του μετά το φονικό που έχει διαπράξει, αν και κατάβαθα πίστευε πως τους άξιζε, καταφέρνει να βρει την έξοδο και τότε ένα τίναγμα του σώματός του τον ξυπνά. Βρίσκεται στο κρεβάτι και δίπλα του, φαρδύς-πλατύς, κοιμάται ο Ντεβ. Όλο αυτό το φονικό ήταν ένα όνειρο, σκέπτεται και ηρεμεί.

Αργότερα, ο Ντεβ φεύγει για το γραφείο. Είναι αστυνομικός. Ο Άδης ξανακοιμάται κι όταν ξυπνά κατευθύνεται στην κουζίνα για καφέ σκοντάφτοντας σε δύο βιβλία: την Άβυσσο και το Έγκλημα στο Όριαν Εξπρές. Το τελευταίο τού φέρνει στο μυαλό αυτόν τον φοβερό ντετέκτιβ τον Πουαρό με το, περίπου, αλά Σαλβαντόρ Νταλί μουστακάκι. Βάζει πλυντήριο, έξω χτυπούν καμπάνες. Είναι Κυριακή των Βαΐων. Όμως ο Άδης ακόμη σκέπτεται το κόκκινο φεγγάρι που εχθές είχε τρυπώσει στην κρεβατοκάμαρα και φώτιζε τα γυμνά κορμιά τους. Το παν είναι να έχεις καλό σκηνοθέτη, σκέφτεται και στο μυαλό του ξαναμπαίνει το έργο που μεταφράζει για πάρτη του, ο Οιδίποδας Τύραννος. Ταυτόχρονα, θυμάται την πρώτη φορά που συνάντησε τον Ντεβ. Δεν μπορούσε να έρθει ο Άλεξ, θα πήγαινε την ετοιμόγεννη γυναίκα του στον γυναικολόγο, κι ένας άνθρωπος εμπιστοσύνης, ο Ντεβ, θα του έφερνε «το προϊόν». Εκείνο το βράδυ, ο Ντεβ έμεινε μέχρι τις τέσσερις το πρωί και το ξεχασμένο λαστιχάκι των μαλλιών του έκανε τον Άδη να του τηλεφωνήσει και να του πει όποτε θέλει να περάσει να το πάρει. Κι ο Ντεβ πέρασε και ξαναπέρασε…

Το πλυντήριο ρούχων είχε φτάσει στο ξέβγαλμα, όταν χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Ανοίγει και δύο άγνωστοι τύποι, ο ένας με μαύρα γυαλιά κι ο άλλος με μια οδοντογλυφίδα να κρέμεται από τα χείλη, του ζητούν να τους ακολουθήσει στο τμήμα. Εκεί θα ενημερωθεί.

Στο τμήμα, μέσα σε όλο αυτό το πηγαινέλα, μόνο η Κατερίνα Στανίση έρχεται στο μυαλό του: «Να σου κάνω μια ερώτηση;…», όμως κανείς δεν του λέει γιατί βρίσκεται εκεί, μέχρι που ακούει: «Δαμίγος!». Οι δύο γνωστοί τύποι τον οδηγούν σε ένα άλλο γραφείο και του δίνουν φωτογραφίες μιας γυναίκας, να τις δει, να την αναγνωρίσει και φεύγουν. Δεν του λένε κάτι οι φωτογραφίες. Τον πιάνει κρύος ιδρώτας, πανικός, ώσπου στο τέλος σε κάποια φωτογραφία αναγνωρίζει ψιθυριστά το πρόσωπο της γυναίκας που σκότωσε στο όνειρό του. Αυτόν τον ψίθυρο ακούει κι ο ανακριτής, που είναι κρυμμένος πίσω από την πόρτα. Ο ανακριτής –φανατικός αναγνώστης του– «λίγο κοντός, λίγο χοντρός, με ένα μαύρο μουστάκι, φοράει λευκό κοστούμι, μαύρα παπούτσια και ένα κόκκινο παπιγιόν», με τον γνωστό Πουαρό καμία σχέση! Όμως, μαζί του μια ανάκριση παρωδία ξεκινά. Τι θα γίνει, άραγε;

Αυτή είναι η αρχιτεκτονική και οι πρωταγωνιστές του «queer αστυνομικού ψυχοδράματος» του Δημήτρη Τσεκούρα με τον τίτλο Ο εραστής του Ντεβ Μάρτιν, με την Τζέσικα, γυναίκα του Ντεβ, και τα παιδιά του να κάνουν ένα μικρό πέρασμα, απλώς για να συμπληρώσουν το παζλ των σχέσεων που ενώνει όλους και με το βιβλίο να έχει αρχίσει με τον Άδη Δαμίγο, ο οποίος σαν ένας άλλος Νίκολας Κέιτζ –πρωταγωνιστής στην ταινία Wild at Heart του Ντέιβιντ Λιντς– στην αρχή του βιβλίου κάνει τρεις φόνους, όχι σε ταινία, αλλά στο όνειρό του.

 

Kερδίζει τον αναγνώστη δείχνοντάς του με σφρίγος αφηγηματικό και χιούμορ τον απρόβλεπτο κόσμο γύρω του.

 

Ο Δημήτρης Τσεκούρας στο μυθιστόρημά του αυτό απλώνει πολλά παζλ μαζί. Όλα ζητούν τη συνένωση και ολοκλήρωσή τους. Παζλ είναι: τα κεφάλαια, στα οποία χωρίζεται το μυθιστόρημα, η υπόθεση, οι πρωταγωνιστές, οι σχέσεις τους, ενώ το παζλ με τα περισσότερα κομμάτια είναι αυτό που περιέχει τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, τη μουσική, το χιούμορ, τα διλήμματα, τη φιλοσοφία, την ανατροπή, τον σουρεαλισμό – και όλα αυτά μαζί γίνονται ο αρμός που θα ενώσει τα πάντα. Όλα αυτά μαζί, σαν διάσπαρτα κομμάτια, θα απλωθούν στις αράδες αυτού του πολυεπίπεδου, ευφυούς, απρόβλεπτου, ασυνήθιστου και σουρεάλ μυθιστορήματος, το οποίο πολλές φορές αφήνει τον αναγνώστη άφωνο μεταξύ Οιδίποδα και Ντεβ, να ανακαλύπτει τον ρεαλισμό του συγγραφέα ταυτόχρονα με τη φιλοσοφική διάθεσή του απέναντι σε ουσιαστικά διλήμματα. Κι η μεταφυσική κάνει έντονη την παρουσία της – ο συγγραφέας, θαυμαστής του Ντέιβιντ Λιντς – να συνυπάρχει με τον Τειρεσία και τη Φρίμπα, και να μιλούν για την ειμαρμένη. Να λένε τη μοίρα. Και με αυτά τα απίθανα δίπολα, να δίνουν μια ισοπεδωτική φρεσκάδα στην αφήγηση.

Μονόλογοι και συλλογισμοί –παίρνουν και δύο σελίδες, χωρίς τελεία, για να ολοκληρωθούν– αναλύουν όλες τις πιθανές εκδοχές, προκαλώντας μειδίαμα στο αναγνώστη για τις δαιδαλώδεις σκέψεις του πρωταγωνιστή, ενώ ταυτόχρονα αποσπούν τον θαυμασμό του για την ευρύτητα των γνώσεων του συγγραφέα και τον ασύλληπτο παραλληλισμό των σκέψεών του, οι οποίες τις περισσότερες φορές εκτονώνονται υπέρ του αναγνώστη με χιούμορ. Ωστόσο, ο συγγραφέας παραμένει ρεαλιστικός και εξωπραγματικός συγχρόνως, ενώ όντας ευρηματικός ως προς την πλοκή αιφνιδιάζει τον αναγνώστη συνεχώς με αναπάντεχες εξελίξεις. Τον καθηλώνει, επίσης, ο ρυθμός και ο πλούτος των αναφορών, που αποδεικνύουν τη συγγραφική ευφυΐα και πείρα, στοιχεία που συμβάλλουν ώστε να μη χάνεται το μέτρο της αφήγησης και η συνοχή του κειμένου. Μέσα από αυτούς τους μονολόγους και τις στιχομυθίες, ο Τσεκούρας εμβαθύνει στην ψυχοσύνθεση των ηρώων του, κάνοντας ανάγλυφη την παρουσία τους στην υπόθεση, μένοντας ταυτόχρονα σταθερά στα όρια αυτής της αυθόρμητης, ελεύθερης από περιορισμούς προσωπικότητας του πληθωρικού του πρωταγωνιστή, Άδη Δαμίγου, αν και πολλές φορές γίνεται δυσδιάκριτο αν μιλά ο συγγραφέας ή ο πρωταγωνιστής. Μοιάζει σαν να είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Θα έλεγα πως ο Άδης Δαμίγος περιφέρεται στις σελίδες νευρώδης, με την περίεργη αθωότητα ενός θυμωμένου παιδιού, ευάλωτος από τις ανασφάλειές του, τρυφερός και ευφυής, και κερδίζει τον αναγνώστη δείχνοντάς του με σφρίγος αφηγηματικό και χιούμορ τον απρόβλεπτο κόσμο γύρω του.

Ο Δημήτρης Τσεκούρας, συγγραφέας λογοτεχνικών βιβλίων, θεατρικών έργων και μεταφραστής, ρομαντικός και ποιητικός στο σύνολο του έργου του, αναδεικνύει όχι μόνο το συγγραφικό του ταλέντο, αλλά μας αποκαλύπτει και την ουσιαστική αγάπη και γνώση του στον χειρισμό της γλώσσας, έτσι ώστε σε κάθε έργο του να μπορεί να χτίζει ένα διαφορετικό αφηγηματικό σύμπαν, με τις λέξεις στις αράδες του να γίνονται ένα κέντημα –το είδαμε στη μετάφραση του βιβλίου Ο Βάνο και ο Νίκο– ή μάλλον ένα μικρό λεκτικό κομψοτέχνημα. Εξάλλου, και ο ίδιος πιστεύει πως ένα καλογραμμένο κείμενο είναι κι αυτό ένα έργο τέχνης.

Τέλος, θα ήθελα να σημειώσω πως Ο εραστής του Ντεβ Μάρτιν  μού θυμίζει τις πρώτες ταινίες του Πέδρο Αλμοδόβαρ, ο οποίος με χιούμορ και σαρκασμό έβγαζε τη γλώσσα του σε μια κοινωνία που προτιμούσε να στρέφει το βλέμμα της αλλού. Να εθελοτυφλεί. Αυτό το σαρκαστικό χιούμορ και η αμείλικτη σοβαρότητα διακρίνουν και το παρόν βιβλίο. Θεωρώ ότι θα περάσετε υπέροχα διαβάζοντάς το.

 

Ο εραστής του Ντεβ Μάρτιν
Ένα queer αστυνομικό ψυχόδραμα
Δημήτρης Τσεκούρας
Εκδόσεις Βακχικόν
236 σελ.