«Πέρασαν τόσα τραχιά χρόνια, Θεούλη μ΄, και δεν μου έδειξες ούτε μια στιγμή το καλό Σου πρόσωπο. Δεν ένοιωσα ούτε για μια στιγμή την καλοσύνη Σου. Μεγαλοδύναμε. Αν το κορμί κι ο νους του ανθρώπου, δεν είναι τόπος να Σε συναντήσω, τότε πού θα Σε βρω, μου λες; Στα μεγάλα λόγια των παπάδων Σου, που Σε κάνανε δουλειά και μπίζνα για να περνάν καλά;» (σελ.164)

«Λέω εγώ τώρα, εδώ που κείτομαι σε τούτο το γηροκομείο, πως αν δεν υπάρχεις, και είναι μεγάλη αμαρτία ακόμη και που το σκέπτομαι, αλλά έχω απαυδήσει μαζί Σου, για όσα έζησα αλλά πιότερο για όσα δεν έζησα. Είναι στιγμές που νομίζω πως είσαι η μεγαλύτερη απάτη που έφτιαξε ο νους του ανθρώπου ή μάλλον ο φόβος και η ανημποριά μας μπροστά στο άγνωστο και τα μελλούμενα.» (σελ. 164)

«Αλλά θα τα πω αυτά, αν προλάβω και με αφήσεις, Μεγαλοδύναμε, στην ώρα τους και στη σειρά τους, να τα γράψει η Ντορουντίνα μου, να μάθει κι άλλος κόσμος τι τραβήξαμε εμείς που ζήσαμε πολέμους και προπάντων Εμφύλιο. Τι φτώχεια! Τι ανέχεια και πείνα, ούτε ζώα να είμαστε.» (σελ.176)

Η Δασιά, η εξώλης και προώλης, από τα ορεινά χωριά των Αγράφων, γερόντισσα πλέον και κατάκοιτη σ’ ένα γηροκομείο, νοιώθοντας το τέλος να πλησιάζει ομολογεί τα κρίματά της, ζητώντας συγχώρεση από τον Θεό. Μαζί της είναι η εγγονή της η Ντορουντίνα. Την επισκέπτεται κάθε απόγευμα, κρατώντας σημειώσεις απ’ αυτά που ακούει. Συντροφιά της έχει Το πράσινο σπίτι, κι όταν η γιαγιά της κουρασμένη από την αφήγηση αποκοιμάται, ανοίγει το βιβλίο της και διαβάζει.

Ο Πάνος Νιαβής στο βιβλίο του αυτό με τον τίτλο Δέκα πόντους μαύρο χιόνι μάς αφηγείται στη γλώσσα του χωριού, δίνοντας ζωντάνια στο κείμενό του, τη ζωή της Δασιάς. Ραχοκοκαλιά της αφήγησης είναι τα ιστορικά γεγονότα και η αγριότητα του πολέμου, σε όλες αυτές τις περιόδους: Μακεδονικός πόλεμος, Αλβανοί, Ιταλοί, Γερμανοί, Κατοχή, Εμφύλιος, Αμερικανοί, Χούντα, όπου αναφέρονται και οι πολιτικές μορφές που καθόρισαν τα γεγονότα, εξαγριώνοντας και φανατίζοντας ακόμη περισσότερο την κοινωνία. Ιστορία και κοινωνία εμφανίζονται στις σελίδες, αλληλένδετες και αλληλοεξελισσόμενες, να επιδρούν στους ανθρώπους, καθρεπτίζοντας και γιγαντώνοντας η μια την άλλη, ποτίζοντάς τους με μίσος, εκδίκηση, βαρβαρότητα, φανατισμό αλλά και τη φρίκη τους.

Απόλυτη πρωταγωνίστρια όλων αυτών των χρόνων και της αγριότητας, που διατηρούσε μέσα της κι από πριν η κοινωνία αυτή, είναι η Δασιά. Χήρα στα δεκαεπτά της χρόνια μ’ ένα μωρό πριν κλείσει χρόνο παντρεμένη, με τον Γία τον Λιοκή. Εμφύλιος τότε.

Η Δασιά άλλον ήθελε, αλλά ποιος την ρωτούσε. Ο Λίας ήθελε μόνο δεκαπέντε γίδες για προίκα. Δεν θα έδιναν οι δικοί της, χωράφι σε κορίτσι για να παντρευτεί. Αργότερα χήρα, κάνει τρία νόθα παιδιά. Ο Λάνος, ο γιός της –πατέρας της εγγονής της–, την ξυλοφόρτωνε και της έπαιρνε τη σύνταξη για να πίνει στο καφενείο. Την ξυλοφόρτωνε όπως έκανε ο αδελφός της και ο πατέρας της και τόσοι άλλοι άντρες που βρέθηκαν στη ζωή της. Το δεύτερο νόθο πέθανε βρέφος σχεδόν στην αγκαλιά της και το τρίτο, τη στιγμή που το γέννησε, το έδωσε, σ’ άλλη μάνα. Στη γέννα του πρώτου νόθου, όταν ήταν δεμένη από τις μασχάλες για να «τυλώνεται» περισσότερο και μέσα στα αίματα χωρίς να έχει κοπεί ο ομφάλιος λώρος, με το μωρό να κλαίει κάτω στο χώμα μέσα στα αίματα, η οικογένεια του άντρα της την έδερνε γιατί τους ντρόπιασε. Οι στιγμές της γέννας της ήταν ζωώδεις. Γέννες σαν κατάρες που είχαν πέσει πάνω της. Ενώ, πολύ αργότερα, η πεθερά της έβαλε τρεις ανιψιούς της, αφού συνευρέθηκαν όλοι μαζί της –το ήθελε κι η ίδια– πήραν αναμμένα κάρβουνα από το τζάκι και το έβαλαν ανάμεσα στα σκέλια της. Να της το κάψουν, να ησυχάσουν.

Η ζωή για την Δασιά ήταν ένας πόλεμος, όχι μόνο γύρω της, αλλά ένας πόλεμος για να επιβιώσει, η ίδια και τα παιδιά της. Ό,τι είχε να πουλήσει, για λίγο ψωμί, ήταν ανάμεσα στα σκέλια της. Αυτό έκανε. Έγινε το πράσινο σπίτι για το χωριό της και τα γύρω.

«Κουραφέξαλα είναι καλός ο άνθρωπος. Εμένα να ρωτήσεις Μεγαλοδύναμε, που δεν θυμάμαι πόσοι πέρασαν από τα σκέλια μ΄ για την όρεξή μ΄ και την ανάγκη μ΄ κι έναν καλό δεν ήβρα. Εμένα να ρωτήσεις τι θηρίο είναι ο άνθρωπος. (σελ. 82)

Οι μετέπειτα πολιτικοί περνούν από τις σελίδες του βιβλίου, σχεδόν άγνωστοι στους χωριανούς. Κι όμως όλοι, κατά τον εμφύλιο, δηλητηριασμένοι από τ’ απόνερα της εξουσίας, σκότωναν και έκαιγαν αδιακρίτως. Οι τότε αρχηγοί, τούς είχαν ποτίσει με μίσος. Είχαν ξυπνήσει, το τέρας μέσα τους.

«Ολική καταστροφή είναι η επανάσταση, σκέφτομαι τώρα, σε βγάζει από τα ρούχα της συνήθειας, της ηθικής των ανθρώπινων κανόνων. Είσαι εσύ και το ζώο που κατοικεί μέσα σου μοναχοί σας κι απέναντι οι ανάγκες και ο χρόνος θηρίο που έχει βγει από τα ρούχα του. Η επανάσταση του ενστίκτου μ’ έφερε μέχρι εδώ» (σελ.150).

Πολλές φορές καταφυγή στις δυσκολίες και στις άπειρες φορές πληγιασμένο από το ξύλο πρόσωπο και σώμα της, ήταν οι προσευχές της στην εικόνα του Αγίου Αντωνίου, που τόσο πολύ τιμούσε την ημέρα της εορτής του. Σε μια τέτοια ημέρα της γιορτής του, χρόνια μετά, έπνιξε με μαξιλάρι την γερόντισσα πεθερά της, θέλοντας να την εκδικηθεί για τα αναμμένα κάρβουνα που έδωσε εντολή να της βάλουν. Και σε μια άλλη τέτοια επέτειο, αυτής της εορτής, σε άγριο καυγά και ξυλοδαρμό με την κόρη της, με τσεκούρι την κομμάτιασε, γιατί στο χωριό έλεγαν πως έγινε σαν την μάνα της. Εξώλης και προώλης. Και η κόρη της, νεκρή πια, βρέθηκε παρθένα.

Η κόρη της θύμα, όπως και ο θύτης, η μάνα της, ήταν τα θύματα του εγκλήματος της κοινωνικής βίας και του διασυρμού.

Σε μια τέτοια ημέρα του Αγίου Αντωνίου, έχοντας αφηγηθεί τα κρίματά της, και το σώμα της δηλητηριασμένο από το ψωμί που τόσο στερήθηκε και ποτέ δεν χόρτασε, άρχισε να διαμελίζεται. Μια τέτοια γιορτινή ημέρα, διάλεξε και η Δασιά να φύγει, έχοντας δίπλα της την εγγονή της, ενώ το περβάζι στο παράθυρο είχε πιάσει δέκα πόντους μαύρο χιόνι.

Δεν ξέρω, αν ο θεός συγχωρέσε τα κρίματά της, ο αναγνώστης όμως την αγάπησε και συγκινημένος διαβάζοντας το τέλος της, το έκανε. Τη συγχώρεσε! Συγχώρεσε αυτό το θηρίο που λεγόταν Δασιά, γιατί αν κι ηττημένη από τη ζωώδη φύση της και την πείνα, είχε το θάρρος να λέει κατάμουτρα πόσο κτηνώδης ήταν όλοι γύρω της, άνδρες και γυναίκες, που μετέτρεπαν τους πάντες σε κτήνη.

Μέσα από την Δασιά, ο συγγραφέας περιγράφει μια κοινωνία όπου το ένστικτο της επιβίωσης και διαιώνισης κυριαρχεί, γίνεται ένα ορμητικό ποτάμι που δεν ελέγχεται και παρασύρει τα πάντα. Στην εποχή που χωράφια και γυναίκες ήταν «κτήματα» των ανδρών και χωρίς δεύτερη σκέψη αποφάσιζαν αν θα τα κάψουν ή όχι, έτσι ακριβώς, χωρίς δεύτερη σκέψη, αποφάσιζαν και για τη ζωή και τον θάνατό των γυναικών γύρω τους. Κοινωνίες ανδρών φτιαγμένες από γυναίκες, τις μάνες τους. Αυτές οι μάνες έδωσαν αυτήν την ξεχωριστή θέση των ανδρών στην κοινωνία, με αποτέλεσμα κι ίδιες να εξουσιάζουν και να μην αγαπούν τις άλλες γυναίκες, παρόλο, που ζούσαν την ίδια φρίκη. Πίστευαν πως αυτή ήταν η θέση της γυναίκας.

Η Δασιά ήταν το θύμα μιας τέτοιας πρωτόγονης πατριαρχικής κοινωνίας, της οποίας τα εγκλήματα βάφουν με αίμα ακόμη και τις ημέρες μας. Ο Πάνος Νιαβής, με το βιβλίο του Δέκα πόντους μαύρο χιόνι, κάνει την είσοδό του στον πεζό λόγο. Η στέρεη αρχιτεκτονική του κείμενου και το σφρίγος της αφήγησης, δείχνουν τις συγγραφικές του ικανότητες, ενώ ο πλούτος των πληροφοριών που αποκαλύπτεται κατά την πολυσέλιδη εξιστόρηση, δείχνει το εύρος των γνώσεών του, τον σεβασμό του προς τη γραφή και τον αναγνώστη. Τίποτα δεν είναι τυχαίο ή περιττό. Όλα είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους με συγγραφική μαεστρία για να οδηγήσουν τον αναγνώστη στη συγκίνηση των τελευταίων σελίδων. Η γραφή του –μαγικός ρεαλισμός– είναι ένα μείγμα ρεαλισμού και ποίησης. Ποίηση, η οποία εμφανίζεται σαν «τα στασίματα» του συγγραφέα, που δίνουν ανάσα στον αναγνώστη για ν’ αντέξει τη σκληρότητα των γεγονότων. Ωστόσο κι ο υπερρεαλισμός κάνει έντονη την παρουσία του μέσα απ’ τα όνειρα της πρωταγωνίστριάς του. Σουρεαλιστικούς πίνακες ζωγραφίζει με την πέννα του στα όνειρά της. Όνειρα γεμάτα εφιάλτες και ενοχές, όπου εικόνες, με οπτασίες και παράξενα ζώα με ανθρώπινες μορφές, παραπέμπουν σε πίνακες του Ιερώνυμου Μπος. Σε αυτούς ο συγγραφέας αποτυπώνει τα συναισθήματα της ηρωίδας του, δίνοντας πρόσωπο στις ενοχές και τους φόβους της, έχοντας ταυτόχρονα τη ματιά του βαθιά μέσα στην ψυχή της, όπως και όλων των άλλων ηρώων του.

Προσευχές, κατάρες, ξόρκια και μαγγανεία ξεστομίζει συχνά η πρωταγωνίστριά του, εκφράζοντας συνεχώς τον φόβο, τον θυμό, την αγανάκτηση αλλά και την προσκόλλησή της στον Θεό. Απ’ αυτόν ζητά βοήθεια, δικαιοσύνη και τέλος συγχώρεση.

«Εκεί κατάλαβα πως υπάρχουν πολλοί τρόποι να πεθαίνουν οι άνθρωποι ζωντανοί, αλλά και πολλοί τρόποι να σκοτώνεις τον άλλον, ενώ εκείνος νομίζει πως τον ανασταίνεις.» (σελ.278)

«Γιατί τι είναι οι νεκροί μας; Αεράκι στη θύμηση που κατεβαίνει από τις ράχες του καιρού. Πάνε μες τα χρόνια μας και ζητάνε μια στιγμούλα δανεικής ζωής σε σκέψεις αλλονών» (σελ. 221).

Το χιόνι, αν και ποιητικό κι ανάλαφρο, ο συγγραφέας το ανατρέπει και επιλέγει στις αράδες του να προμηνύει ή ν’ αναγγέλλει τον θάνατο.

«Λες να είναι έτσι ο θάνατος; Ένα αλάνθαστο χρώμα αιωνιότητας, μια εξέλιξη ανυπαρξίας και ακινησίας, ένα ναυάγιο μέσα στο τίποτα;» (σελ. 168)

Ωστόσο ο συγγραφέας, μέσα από την εγγονή της, εκφράζει την ελπίδα του η νεότερης γενιάς κοινωνική αντίληψη/εξέλιξη να είναι βασισμένη σε αξίες και αυτοσεβασμό, βάζοντας την Ντορουντίνα να λέει στη γιαγιά της πως δεν φτάνει να θέλει σωματικά μια γυναίκα, αλλά πρέπει να έχει κι αισθήματα για τον άνδρα που επιλέγει. Όπως, επίσης, τής λέει πως η γνώση είναι αυτό που οπλίζει για τα δεινά και εξελίσσει την κοινωνία.

Αυτό μας δηλώνει ο συγγραφέας, και μοιάζει να είναι κι η κρυφή αιτία της γραφής αυτού του βιβλίου, πως η κοινωνία έτσι θα αποκτήσει το καλύτερο πρόσωπό της, με την ισότιμη θέση των φύλων, τις αξίες, τον αυτοσεβασμό και τη μόρφωση. Όλα αυτά μαζί θα της δώσουν το ανθρώπινο πρόσωπο που της αρμόζει.

Ο Πάνος Νιαβής, μέσα από το βιβλίο του με τον τόσο ποιητικό και εμπνευσμένο τίτλο, Δέκα πόντους μαύρο χιόνι, μπήκε στην ελληνική πεζογραφία για να μείνει. Με γραφή χωρίς περιθώρια, σαν τον ορίζοντα του ουρανού, που έρχεται και σμίγει με αυτήν την ασαφή γραμμή της θάλασσας που ενώνει τη γη με τον ουρανό, όπως οι τόποι και ο χρόνος ενώνουν τους ανθρώπους που έρχονται και χάνονται μέσα σε αυτούς, μας παραδίδει ένα βιβλίο αντιπολεμικό –τιμώντας και τους νεκρούς– μέσα στο οποίο εκφράζει τον πόνο και την αγάπη του για τη γυναίκα και γενικότερα για τον άνθρωπο, ακόμη κι όταν η μορφή του γίνεται κτηνώδης.

Το Δέκα πόντους μαύρο χιόνι, από τις εκδόσεις Αρμός, είναι ένα βιβλίο που θα σας γοητεύσει με τη γραφή του και θα σας συγκινήσει με την αρτιότητα της πλοκής και εξέλιξής του.

 Εκδόσεις Αρμός
Ημερομηνία: 31.10.2023
Πηγή: frear.gr