Σύμφωνα με την υπόθεση, η Μαρία Άλτμαν (Έλεν Μίρεν), μία ηλικιωμένη Εβραία που ζει στην Αμερική, εξήντα χρόνια μετά την απόδρασή της από τη Βιέννη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ξεκινά την προσπάθειά της να ανακτήσει οικογενειακά κειμήλια που κλάπηκαν από τους Ναζί. Μεταξύ αυτών είναι ο πίνακας που φιλοτέχνησε ο Κλιμτ και απεικόνιζε τη θεία της, Αντέλ, αδελφή της μητέρας της, και που πλέον είναι διάσημος: Portrait of Adele Bloch–Bauer I.
Στη διεκδίκησή της αυτή έχει δικηγόρο τον γιο μιας παλιάς της φίλης (Ράιαν Ρέινολντς), ο οποίος είναι νεαρός, τολμηρός και άπειρος. Ωστόσο, το πείσμα της για κάτι που ανήκει στην οικογένειά της, αλλά και οι ειδήσεις που μιλούν για επιστροφή έργων τέχνης τα οποία εκλάπησαν από τους Ναζί, τον πείθουν να αναλάβει την υπόθεση. Πηγαίνουν μαζί στην Αυστρία για να διεκδικήσουν αυτά τα οποία δικαίως της ανήκουν, και ιδίως τον πίνακα του Κλιμτ. Εκεί διαπιστώνουν πως ο εν λόγω πίνακας έχει τέτοια σημασία για τους Αυστριακούς όση και το πορτρέτο της Μόνα Λίζα για τους Γάλλους. Το κόστος, δε, του να εγείρουν μια δίκη κατά του δημοσίου για έναν πίνακα που κοστολογείται στα 100.000.000 δολάρια γίνεται εξαιρετικά αποτρεπτικό, ενώ χάνουν την πρώτη δίκη στο αυστριακό έδαφος. Έτσι, αποφασίζουν να επιστρέψουν στην Αμερική, όπου ως Αμερικανίδα πολίτης και με μικρό κόστος η Μαρία Άλτμαν κάνει αγωγή εναντίον του Αυστριακού Υπουργείου Πολιτισμού – και δικαιώνεται. Η δίκη αυτή έμεινε στην Ιστορία.
Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία, η Μαρία Άλτμαν γεννήθηκε στη Βιέννη το 1916, εννιά χρόνια αφότου ο Γκούσταφ Κλιμτ ολοκλήρωσε το μεγάλο του αριστούργημα, που απεικονίζει τη θεία της, Αντέλ. Η Αντέλ Μπλοχ-Μπάουερ υποστήριζε, μαζί με τον άνδρα της, θερμά τις τέχνες και ήταν ιδιοκτήτρια μιας διάσημης γκαλερί της Βιέννης, στην οποία σύχναζαν επιφανείς προσωπικότητες, όπως ο Γκούσταφ Μάλερ, ο Άρθουρ Σνίτσλερ και ο Γκούσταφ Κλιμτ.
Οι πίνακες του Κλιμτ, ο οποίος συγκαταλέγεται ανάμεσα στις ηγετικές φυσιογνωμίες της art nouveau στη Βιέννη, ήταν διάσημοι για τον ερωτισμό τους και η Αντέλ Μπλοχ-Μπάουερ ήταν ένα από τα αγαπημένα του μοντέλα. Στο εν λόγω πορτρέτο την απεικονίζει σαν βασίλισσα της Αιγύπτου, στολισμένη με χρυσό και κοσμήματα, εξ ου και ο τίτλος της ταινίας, WOMAN IN GOLD.
Όπως όλες οι ταινίες που αφορούν έργα τέχνης και την ιστορία τους, έτσι και αυτή έχει ενδιαφέρον όχι μόνο ιστορικό αλλά και αισθητικό, διότι η τέχνη απλώνεται στο σύνολο της ταινίας – ενδυματολογία, σκηνικά, διακόσμηση, μουσική επένδυση. Το αποτέλεσμα είναι μια υψηλής αισθητικής απόλαυση για τον θεατή. Η Έλεν Μίρεν σαν Μαρία Άλτμαν, με τις υποδείξεις του σκηνοθέτη Σάιμον Κέρτις, χρωμάτισε με την παρουσία της την ταινία δίνοντας νεύρο, σφρίγος, ευαισθησία, χιούμορ και συγκίνηση.
Ο Σάιμον Κέρτις, από τη στιγμή που έμαθε για την ιστορία της Άλτμαν από ένα ντοκιμαντέρ του BBC, ήξερε ότι είχε βρει το στόρι για την επόμενή του ταινία. «Έθιγε πολλά θέματα που τα αισθάνομαι φοβερά κοντά μου, ενώ επίσης ένωνε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα με τη σύγχρονη Αμερική», είπε σε μια συνέντευξή του.
Ωστόσο, αν και το θέμα έχει ενδιαφέρον και για την οπτική ποιότητα που προσφέρει, στα μάτια ενός πεπειραμένου θεατή δεν παύει να είναι μια έτοιμη συνταγή, με αποτέλεσμα να αναρωτιόμαστε: Μα τι έχει γίνει τελευταία στον κινηματογράφο; Δεν υπάρχουν σενάρια πλέον. Οι πιο πολλές ταινίες –τις είδαμε εφέτος και στα Όσκαρ– είναι βιογραφίες, ιστορικά γεγονότα ή ιστορικές δίκες, όπως η ταινία αυτή. Υπάρχει ένδεια σεναρίων; Σεναριογράφων; Ή, μήπως, το σίγουρο έχει πάντα μεγαλύτερη εισπρακτική αποτελεσματικότητα;
Τι να κάνετε; Ας μην είναι στις πρώτες σας επιλογές.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σκηνοθεσία: Σάιμον Κέρτις
Σενάριο: Αλέξι Κάιε Κάμπελ
Παραγωγή: Πίτερ Χέσμπολ, Τζόνι Μπλέικι
Ηθοποιοί: Έλεν Μίρεν, Ράιαν Ρέινολντς, Ντάνιελ Μπριλ, Κέιτι Χολμς, Τατιάνα Μασλάνι, Μαξ Άιρονς
Μουσική: Ραλφ Βάνγκεμαϊν
Διανομή: ODEON
Ημερομηνία: 06.05.15
Πηγή: diastixo.gr