Στη συγγραφική πορεία του Σωτήρη Δημητρίου, Η βραδυπορία του καλού –είναι το έκτο κατά σειράν βιβλίο– εκδόθηκε το 2001, από τις Εκδόσεις Πατάκη. Τα διηγήματα τα οποία εμπεριέχει έχουν όλα δημοσιευτεί, σε διαφορά έντυπα, από το 1990 έως το 2000 το νεότερο, συνθέτοντας μια συλλογή δεκαοκτώ διηγημάτων. Ένα από αυτά δίνει και τον τίτλο του στο βιβλίο. Ωστόσο, όχι μόνο στο ομότιτλο, αλλά σε όλα τα διηγήματα, μοιάζει οι ήρωες να αναμένουν το καλό να φανεί. Μοιάζει, μέσα σε αυτά, η ζωή να είναι μια συνεχής αναμονή.
Το εξώφυλλο του βιβλίου –Χωρογραφία της Δάφνης Αγγελίδου– απεικονίζει ένα φυσικό τοπίο στις γήινες αποχρώσεις. Μια ομάδα έξι ανθρώπων περπατούν στη σειρά. Τοπίο και άνθρωποι όλοι στα χρώματα της γης. Εμφανίζονται να είναι φτιαγμένα/πλασμένοι όλα/όλοι από πηλό. Από χώμα. Οι τρεις από αυτούς με μια λωρίδα ενωμένοι, σαν να είναι δέσμιοι, συνεχίζουν μαζί με τους άλλους την ίδια πορεία. Τον ίδιο χορό. Της ζωής και του θανάτου. Όπως ακριβώς και οι ήρωές του.
Σε κάθε διήγημα, με την οπτική ενός περιμετρικού φακού, ο συγγραφέας καταγράφει τα πάντα κινηματογραφικά. Σ’ ένα λεωφορείο, μια γάργαρη γελαστή φωνή προκαλεί το ενδιαφέρον όλων. Και το δικό του. Του άρεσε. Την ξανάδε στο ίδιο λεωφορείο. Δεν τόλμησε να της μιλήσει. Δεν της είπε πόσο τη συμπάθησε. Ούτε και αυτή. Και χάθηκαν. Όμως αυτή η χαρούμενη φωνή και παρουσία που ένωνε ένα λεωφορείο ανθρώπους, έμεινε στο μυαλό του. Έγινε κείμενό του.
Δύο αδέλφια μεγάλωναν μαζί. Ο μεγάλος, το πρότυπο του μικρού, «χάνεται» στην Αθήνα. Πόνος, εγκατάλειψη, βαρβαρότητα, τρυφερότητα, όλα ανάμεικτα συναισθήματα. Πολλά κρυμμένα δάκρυα από τον μικρό. Λίγο καιρό μετά, στο ίδιο μονοπάτι, στο ίδιο σημείο βρίσκουν και τον μικρό. Νεκρό. Όπως το πρότυπό του.
Αλλού, μια ηρωίδα με μια παράξενη ασύμμετρη δυσμορφία στο πρόσωπό της κατάφερνε να εκφράζει ταυτόχρονα τα αντίθετα των συναισθημάτων. Προκαλούσε, αν όχι την απέχθεια, την αδιαφορία των άλλων. Γι’ αυτό τούς μισούσε. Όλους. Όσους την έβλεπαν και την προσπερνούσαν. Δηλητηρίασε το μυαλό της, τις φλέβες της με το μίσος αυτό. Πόσα θα μπορούσε να κάνει σαν γυναίκα, αν ήταν καλά! Όμως, αρρώστησε και πέθανε. Αλλού, άνθρωποι κάνουν οικογένεια για να ασκήσουν εξουσία και δημιουργούν υπόδουλους. Ενώ, σε πολλούς, η αίσθηση/προσπάθεια του να μένεις ζωντανός είναι η αντίσταση στη φθορά που σε οδηγεί στον Θάνατο.
Ο κινηματογράφος έχει μπει στην καθημερινότητα του συγγραφέα. Μέσα από τις ταινίες, γνωρίζει έναν άλλο κόσμο. Εικόνες και μουσική κατοικούν για μέρες μέσα στο μυαλό του. Και στη γραφή του, με ποιητικές και ταυτόχρονα ρεαλιστικές περιγραφές, προσθέτοντας και μουσική. Παρατηρεί τη ζωή που αλλάζει σε συνήθειες, ντύσιμο, συμπεριφορές. Αλλάζουν και τα σπίτια, οι δρόμοι, τα πάρκα. Αλλάζει η πόλη. Εντοπίζει τη διαφορετικότητα των ανθρώπων γύρω, των λιμανιών και την επιρροή που ασκεί ο κινηματογράφος στο νέο που διαμορφώνεται, μεταμορφώνοντας το παλιό. «Βουβάθηκαν και οι γύφτοι», αναφωνεί, εντοπίζοντας λέξεις που δεν ακούγονται πια. Η γλώσσα, αλλάζει και αυτή. Τον απασχολεί η φθορά και ο αργός θάνατός της.
Ωστόσο, βουτηγμένος μέσα στις αναμνήσεις στιγμών που δεν κατάλαβε τη σημαντικότητά τους, συνειδητοποιεί πως αυτές θέλει και πάλι να ξαναζήσει, αλλά γνωρίζοντας πλέον. Γείτονες, όπως ο κυρ Γιάννης και η Γιαννούλα, περιδιαβαίνουν στις αυλές και τα δρομάκια του χωριού και των σελίδων του κάνοντας τον συγγραφέα να αναφέρεται σε αυτούς γεμάτος από αγάπη και νοσταλγία για τη φτώχεια και την ανάγκη που τους ένωνε. Για την αγάπη, το πάθος, τα όνειρα, τις διαψεύσεις. Αυτά, που είναι η ζωή.
Και εστιάζοντας στα πρόσωπα των ηρώων του, περιγράφει τις χαρές και τις λύπες τους. Τις ελλείψεις τους. Αυτές γίνονται οι καταδύσεις της γραφής του.
Με την απογοήτευση να έχει χαράξει τα πρόσωπα των ηρώων του. Τους κοιτά στα μάτια και κατεβαίνει στο βάθος της ψυχής τους. Το χτικιό μέσα τους. Μισητοί και μισούμενοι, όλοι μισοί. Και ο Σωτήρης Δημητρίου στις σελίδες του ψηλαφεί με λέξεις τις χαρακιές, ρωγμές, ουλές που έχουν ανέβει στα πρόσωπά τους. Βλέπει την ανάγκη τους να τους αγαπούν περισσότερο από το να τους αδικούν. Έχουν το μίσος ριζωμένο βαθιά και δεν ξεριζώνεται. Αλλού, μια μάνα χάνει την κορούλα της και προσπαθώντας να κάνει άλλο παιδί χαρτογραφεί την κοινωνία γύρω. Μια άλλη ηρωίδα νιώθει την ένταση μιας ανησυχίας που την κάνει και αναπολεί τη ζωή στο χωριό, τότε που όλα ήταν ήσυχα. Και με μια παράξενη λάμψη στο πρόσωπο από τις εικόνες του χωριού στο μυαλό, επιστρέφει στο γραφείο ομορφότερη από ποτέ.
Και αλλού, ο χρόνος που μεσολάβησε κάνει αυτόν που τόσο τον περίμενε να του γυρνά την πλάτη, φεύγοντας. Δεν τον αναγνώρισε!
Στο διήγημα «Ο λεηλάτης της ζωής των γυναικών», ένας συγγραφέας με πάθος ερωτεύεται, δίνεται και εμπνέεται από τα αισθήματα, τις αισθήσεις και τις πράξεις που απορρέουν, κατασπαράζοντας –στις σελίδες του και όχι μόνο– σωματικά αλλά και υπαρξιακά το άτομο που τον ενέπνευσε. Γυναίκες, θύματα του πάθους και της «αρρώστιας» της τέχνης του. Ερωτοτροπεί σε «θύματα ζωής» και εμπνέεται από τη ζωή τους πάνω στα σώματά τους. Ταυτόχρονα, η έξαψη της σωματικής απόλαυσης με εικόνες ζωής του τότε φθάνουν στο τώρα. Στο χαρτί. «Ελάχιστα πρόσωπα του προκαλούν σπαραχτική αγάπη που σβήνει τη μανία της παρατήρησης, παραλύοντας το χέρι του», ομολογεί. Ένας πέτρινος και ταυτόχρονα πανευαίσθητος παρατηρητής.
Αλλού, παραδέχεται πως τρεις λέξεις αρκούν, για να βγάλουν έναν βαθιά ριζωμένο πόνο. Οι λέξεις και η δύναμή τους; ρωτά ο αναγνώστης.
Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας έχει μετακινηθεί/εγκατασταθεί στην Αθήνα. Στιγμές καθημερινότητας πλημμυρίζουν τις σελίδες του. Λείπει η φύση και το φέγγος της. Στην πόλη, η κάθε στιγμή του γίνεται διήγημα. Η κάθε στιγμή, το κάθε γεγονός τού δίνει την ευκαιρία να περιγράψει αυτή την ιδιαίτερη κατηγορία των ανθρώπων –του αρέσει να είναι κομμάτι της– που είναι γεμάτη από ανάγκες και ελλείψεις. Και εστιάζοντας στα πρόσωπα των ηρώων του, περιγράφει τις χαρές και τις λύπες τους. Τις ελλείψεις τους. Αυτές γίνονται οι καταδύσεις της γραφής του.
Ο Σωτήρης Δημητρίου, όπως σε όλα τα βιβλία του, είναι συνεχώς μέσα στη ζωή. Χωριό, δρόμοι, λαϊκές αγορές. Οι ήρωές του κατώτεροι δημοτικοί υπάλληλοι, ομοφυλόφιλοι, Ρομά. Περιθωριακοί. Θύματα και θύτες της ζωής. Με αυτούς πρωταγωνιστές, τα κείμενά του εμφανίζονται σαν μικρά θεατρικά μονόπρακτα, αποτελώντας στο σύνολό τους την εικόνα μιας κοινωνίας. Μιας κοινωνίας βασανισμένης, χωρίς όνειρα, χωρίς προοπτική. Μισές ζωές, μεγάλες κραυγές γεμάτες προσδοκία. Της δικής του. Όλων μας.
Γραφή γεμάτη ένταση. Και η γλώσσα ποικίλλει: δημοτική και ντοπιολαλιές, στην ίδια πρόταση, συνδέουν την ορμή με τον ρεαλισμό και την ποίηση. Εκφράσεις που έχουν ξεχαστεί, καθώς και η γλώσσα πεθαίνει μαζί τους. Ωστόσο, ήχοι κοφτοί, μισοί και άγνωστοι, μοναδικοί, προσπαθούν να την ζωντανέψουν στα κείμενά του. Μοιάζουν/ηχούν οι λέξεις σαν το μόνο κομμάτι του χωριού και των δικών του που ζει ακόμη μέσα τους/του. Παίζει και ο ίδιος μαζί τους. Μικρές κοφτές προτάσεις προσθέτουν στη γραφή του σφρίγος. Ένταση. Στιβαρότητα. Επιλέγει μερικές από αυτές να είναι μονολεκτικές, για να εκφράσει το ακαριαίο. Και τότε οι λέξεις σαν σφαίρες το αποτυπώνουν, αναδεικνύοντας τον ρεαλισμό στη γραφή του. Μοιάζει οι λέξεις να κυριαρχούν των ηρώων του, σαν η αιτία της γραφής του να είναι αυτές. Να ακουστούν. Να περισωθούν. Με όπλο τις λέξεις γίνεται νοσταλγικός και, ενώ είναι παρών στο τώρα του κειμένου, ξαναβαδίζει στα τότε μονοπάτια της ψυχής του. Με δύναμη και ρεαλισμό, η γραφή του γίνεται πόνος βαθύς. Ποίηση και ρεαλισμός, δύο αλληλένδετα στοιχεία στη μελωδική του γραφή.
Ωστόσο, ήρωες «γυμνοί», με συναισθηματικές και σωματικές αναπηρίες κινούνται στις σελίδες του βιβλίου Η βραδυπορία του καλού, περιμένοντας το καλό να φανεί. Να νιώσουν την αγάπη, τη συντροφικότητα, το χάδι. Η διαφορετικότητά τους τους απομονώνει από τους άλλους και ο εγωισμός τους θρηνεί την απώλεια. Μέχρι να μάθουν να ζουν χωρίς.
Στα χρώματα του χώματος φτιαγμένο ένα φύλλο. Όπως και ο άνθρωπος, φτιαγμένος από χώμα. Έτσι φθαρτοί είναι όλοι για τον Σωτήρη Δημητρίου οι ήχοι της γλώσσας, θέλει μόνο να μείνουν ζωντανοί.
Ημερομηνία: 22.01.20
Πηγή: diastixo.gr