Δεκαετία του ’50 –μετά τον Εμφύλιο– μια Ελλάδα προσπαθεί να φιλιώσει, να ντυθεί, να ποδεθεί – κάπως έτσι θα το έλεγε η γιαγιά μου για να περιγράψει, με τις όποιες εκφραστικές ελλείψεις της, την τότε εποχή. Όμως, ο Θόδωρος Γρηγοριάδης στο βιβλίο του με τίτλο Το τραγούδι του πατέρα, με γλώσσα πάλλουσα, προσθέτει: να νιώσει, να ερωτευτεί, να μεγαλουργήσει, να γράψει και να τραγουδήσει τη δική της ιστορία.
Στα είκοσι ένα του, ο Λεωνίδας Γρηγοριάδης –ο ήρωάς μας, πατέρας του Θεόδωρου Γρηγοριάδη– θέλει ν’ αγοράσει ένα μουσικό όργανο. Τότε, σε μια εποχή όπου ένα ζευγάρι παπούτσια περνούσε από τον μεγαλύτερο στον μικρότερο γιο, τότε που ο Λεωνίδας Γρηγοριάδης, στην ηλικία των είκοσι δεν είχε ακόμη αγοράσει ένα δικό του καινούργιο ζευγάρι παπούτσια. Ήταν τότε, που η κοινωνία αυτή ήθελε να πάει σε μια ταβέρνα και μετά το φαγητό να τραγουδήσει τους κόπους, τους καημούς, τον έρωτα, τον θάνατο, τον μισεμό, και ταυτόχρονα μέσα από τα τραγούδια της να ονειρευτεί την ελπίδα ενός καλύτερου αύριο. Ενός αύριο που γεννιόταν από όλους αυτούς!
Ο Λεωνίδας, γιος τσαγκάρη από την Καβάλα, από παιδί άκουγε τον πατέρα του Θοδωρή –παππούς του συγγραφέα– να παίζει ούτι. Το είχε φέρει από τον Πόντο, όταν πρόσφυγας ήρθε για να μείνει πια στην Ελλάδα. Αυτό το μουσικό ένστικτο αλλά και την αγάπη που είχε μέσα του ο Θοδωρής για τη μουσική τη μετέφερε και στον γιο του, Λεωνίδα. Αυτά τα πρώτα μελωδικά ακούσματα στο σπίτι –τραγουδούσε και η μητέρα του– αλλά και η ανάγκη διαφυγής και έκφρασης μέσα από το τραγούδι ωθούν τον Λεωνίδα με ένα άλλο μουσικό όργανο πολύ πιο εκφραστικό για αυτόν, την κιθάρα, να τραγουδήσει όλα όσα χωρούσαν μέσα του. Τραγουδούσε δε με κάθε ευκαιρία με τον φίλο του, Γιάννη. Ήταν και αυτός εργάτης μαζί του στα καπνά. Ο Γιάννης ο μάγειρας. Έτσι τον έλεγαν – ο πατέρας του είχε μαγέρικο στην Προύσα. Ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος του Λεωνίδα και, όταν γύρισε από τον πόλεμο με τους Γερμανούς, έφερε μαζί του ένα ολοκαίνουργιο βιολί. Όμως ο Λεωνίδας επέμενε να γίνουν τρίο, για να μοιάζουν και στα άλλα μουσικά συγκροτήματα.
Τότε, ο Παντελής από το διπλανό χωριό ενώθηκε μαζί τους. Έπαιζε ακορντεόν. Έγιναν τρίο. Το Τρίο Καντάδα. Εμπειρικά αναπαρήγαγαν τα μουσικά ακούσματα που είχαν από παιδιά, προσθέτοντας και τις νέες τάσεις καθώς και τις επιρροές των λάτιν, γράφοντας και δικά τους κομμάτια. Αρχικά, ως τρίο έπαιζαν στις συγκεντρώσεις με πρόσφυγες, αργότερα τους καλούσαν να παίξουν σε γάμους και πανηγύρια, βγάζοντας κάτι περισσότερο απ’ ό,τι κέρδιζαν στα καπνά. Το 1966, ο Παντελής αποχωρεί και στο ντουέτο προστίθεται ο Κυριάκος με το μπουζούκι και μια ντιζέζ για τα σαββατόβραδα. Το ρεπερτόριο αλλάζει, προστίθενται λαϊκά και άλλα χορευτικά κομμάτια αργότερα, χωρίς ποτέ να ξεχνούν τα τανγκό –είχαν γράψει και αυτοί σαν τρίο ένα– και τα λάτιν. Ο Παντελής μετακομίζει στην Αθήνα, με γράμμα του τους ενημερώνει πως παίζει μουσική σε μπουάτ και, συνεχίζοντας ο συγγραφέας ν’ αφηγείται, φτάνει και στους περιορισμούς τους οποίους επέβαλε αργότερα και μουσικά η Χούντα…
Με τον τρόπο αυτό, το βιβλίο απλώνεται σαν ένα εύγλωττο γενεαλογικό δένδρο, γραμμένο σε τρία επίπεδα.
Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης στο Τραγούδι του πατέρα με μια πολυπρισματική γραφή αποτίει φόρο τιμής στον πατέρα του, Λεωνίδα. Ταυτόχρονα, και με τα προσωπικά του βιώματα, απεικονίζει την κοινωνία του τότε φέρνοντας στην επιφάνεια τις ρίζες του, δείχνοντας παράλληλα και τις ρίζες μιας κοινωνίας που εξελίσσεται μέσα από στερήσεις. Μιας κοινωνίας που θέλει να βγει στην επιφάνεια να ανασάνει και να γεννήσει το αύριο μιας χώρας – και μουσικά. Ο συγγραφέας, παιδί αυτών των προσφύγων, με γλώσσα που πάλλει μέσα από επιλεγμένες λέξεις και ταυτόχρονα υποχωρεί δίνοντας αντικειμενικότητα στη γραφή του, με τις μαρτυρίες και το φωτογραφικό υλικό το οποίο προσθέτει, παραδίδει στον αναγνώστη σελίδες κοσμημένες από αυτό το υλικό το οποίο απεικονίζει μια κοινωνία που θέλει να τολμήσει, να ζήσει, να παίξει/τραγουδήσει και να εκφραστεί μέσα και από τη μουσική. Με τα στοιχεία αυτά, η αφήγησή του ξετυλίγεται σαν ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ –φτάνει μέχρι τη Χούντα– που δεν χάνει σε αντικειμενικότητα, διότι με μέτρο εκφράζεται η νοσταλγία και η αγάπη σε πρόσωπα και τόπους του κάμεραμαν. Ή αλλιώς του συγγραφέα.
Με τον τρόπο αυτό, το βιβλίο απλώνεται σαν ένα εύγλωττο γενεαλογικό δένδρο, γραμμένο σε τρία επίπεδα. Το προσφυγικό, το κοινωνικό/ιστορικό με τη σταδιακή ενσωμάτωση των προσφύγων στη νέα κοινωνία και τέλος το μουσικό, παρουσιάζοντας τις τοπικές μουσικές επιρροές και εξελίξεις. Η αφήγηση στο κοινωνικό επίπεδο δίνει και πολλά δημογραφικά στοιχεία εκείνης της περιοχής και περιόδου, ωστόσο, ένας βασικός παράγοντας διατρέχει και τα τρία επίπεδα. Η ιστορία των προσφύγων, η ιστορία αυτών των μικρών/καθημερινών και εμπνευσμένων ανθρώπων, που μπορούν οι ίδιοι αλλά και μέσα από τα παιδιά τους να παράγουν την ιστορία ενός μεγαλύτερου/καλύτερου αύριο.
Στο βιβλίο αυτό ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, εκτός του πατέρα του, τιμά αναφέροντας ονομαστικά και όλους όσοι τον προμήθευσαν με μαρτυρίες και φωτογραφικό υλικό. Ταυτόχρονα, δείχνει και τη συνοχή της τότε κοινωνίας, η οποία απλώνεται χωρίς προσκόμματα πέρα από αυλές, βουνά, θάλασσες και σύνορα, προβάλλοντας τη μουσική σαν τη γλώσσα που ενώνει τους ανθρώπους, λέγοντας όχι μόνο τη δική της εξελικτική ιστορία αλλά και την ιστορία αυτών που την τραγούδησαν. Μοιάζει δε στο βιβλίο του αυτό ο συγγραφέας να υποχωρεί και να αφήνει τον πατέρα του, Λεωνίδα, με το «τραγούδι» του να μας αφηγείται την ιστορία εκείνης της εποχής και μουσικά.
Το τραγούδι του πατέρα
Θεόδωρος Γρηγοριάδης
Εκδόσεις Πατάκη
130 σελ.
ISBN 978-960-16-8522-9
Τιμή €7,90
Ημερομηνία: 27.03.20
Πηγή: diastixo.gr