Βασίλης Βασιλικός: «Θύματα Ειρήνης»

Το μυθιστόρημα Θύματα Ειρήνης, εξήντα χρόνια περίπου μετά την πρώτη του έκδοση (1956), επανακυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Γκοβόστη. Γράφτηκε όταν ο Βασίλης Βασιλικός ήταν μόνο είκοσι δύο χρόνων. Αν γραφόταν σήμερα, ίσως να είχε για τίτλο του τον όρο ο οποίος μας έγινε γνωστός το 1992 με τον Πόλεμο του Κόλπου: Παράπλευρες απώλειες.

Στο Θύματα Ειρήνης, την εισαγωγή και φιλολογική επιμέλεια κάνει ο Θανάσης Αγάθος. Με αυτή προβάλλει όχι μόνο την ομορφιά των στοιχείων του βιβλίου, αλλά απεικονίζει και την κοινωνία εκείνης της εποχής, λειτουργώντας συμπληρωματικά στον αναγνώστη για την κατανόησή του. Καταγράφει επίσης και το ιστορικό της έκδοσης και κυκλοφορίας του, συμπεριλαμβάνοντας και τα κείμενα των τότε κριτικών, φίλων και λογοτεχνών, δίνοντας μια επιπλέον αξία, διάσταση και πληρότητα στον απόηχο που δημιούργησε τότε. Έτσι κάνει κάθε επιμελητής ο ποίος συντάσσει μια άρτια μελέτη, όπως ακριβώς έχει κάνει ο Θανάσης Αγάθος.

Στο μυθιστόρημα αυτό, επτά νέοι ζουν στη Θεσσαλονίκη τη μετεμφυλιακή εποχή της Ελλάδας, στη δεκαετία του ’50. Ο Ανδρέας, ο Βύρωνας, ο Γεράσιμος, ο Δημήτρης, ο Ευτύχιος, ο Ζήσιμος και ο Ηλίας. Ονόματα που δεν καλύπτουν μόνον την αλφαβητική διαδοχή των γραμμάτων, αλλά ερμηνεύονται και σημειολογικά από τον ρόλο τους. Είναι φίλοι κι έχουν όλοι έναν κοινό παρανομαστή: είναι έγκλειστοι των φόβων τους, των επιθυμιών τους, των ιδεών, των πόθων, των ελπίδων τους. Ημιτελείς, μετέωροι και αποφασισμένοι θέλουν να κάνουν πολλά για να τα αλλάξουν όλα. Νιώθουν ελεύθεροι-πολιορκημένοι μέσα στην ίδια τους την πόλη, της οποίας τα χαρακτηριστικά έχουν περάσει στην ψυχοσύνθεσή τους. Βαθιά μέσα στο μεδούλι τους. Πνίγονται, έχοντας ταυτόχρονα στεγνώσει από αυτή τη στείρα καθημερινότητά τους, που δεν γεννά όνειρα και προσδοκίες. Θέλουν να φύγουν μακριά. Ακόμη κι η πόλη τούς διώχνει με τη συννεφιά, την ομίχλη και τη βροχή, που τους πνίγει όχι από το νερό αλλά από την απομόνωση που επιβάλλει με τα υδάτινα κάγκελά της. Κι όμως, δεν μπορούν να την αποχωριστούν. Και μην έχοντας κάπου να πιστέψουν και να πιαστούν, ζουν το τέλμα το δικό τους και των γύρω τους. Ώσπου αποφασίζουν να κάνουν την υπέρβαση και να δημιουργήσουν αυτοί τα «εμπνευσμένα» γεγονότα.

Ο Ζήσιμος αρχηγός, με τον Δημήτρη βοηθό ή συνένοχο, παρασύρει και τους Βύρωνα, Ανδρέα, και Ηλία• σύμφωνα με το σχέδιό του, πρέπει να νοικιάσουν ένα ταξί, να δολοφονήσουν στη διαδρομή τον οδηγό, να κλέψουν το ταξί και περνώντας τα σύνορα να φτάσουν στο Παρίσι. Εκεί, θα αρπάξουν –«απελευθερώσουν»– το άγαλμα της Νίκης της Σαμοθράκης και θα το επαναπατρίσουν. Ο Ηλίας, ο συγγραφέας της παρέας, ο οποίος παρατηρούσε και κατέγραφε σε μπλοκάκι ανθρώπινες εκφράσεις και συμπεριφορές ντύνοντας με αυτές τους ήρωές του, θα έφευγε με το τρένο μόνος και θα τους συναντούσε εκεί. Στο Παρίσι…

Στο μυθιστόρημα Θύματα Ειρήνης του Βασίλη Βασιλικού, λοιπόν, πρωταγωνιστές είναι: μια ανδροπαρέα επτά ατόμων, μια πόλη –η Θεσσαλονίκη–, ο καιρός της και το πάθος των ηρώων για αλλαγή. Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη, είναι ένα «έργο σε δύο πράξεις». Στο πρώτο μέρος, ο συγγραφέας λειτουργεί σκηνοθετικά και ζουμάρει αποσπασματικά στη ζωή των ηρώων, δίνοντας ταυτόχρονα τη συνολική εικόνα όχι μόνο της παρέας, αλλά και της κοινωνίας. Οι ήρωες προβάλλονται ακρωτηριασμένοι ψυχικά και σωματικά (ο Ανδρέας), να ζουν το τέλμα μιας καθημερινότητας που δεν αλλάζει. Αν και έχουν διάφορα μεταξύ τους γνωρίσματα και χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε υπαρκτά πρόσωπα, ο αναγνώστης αναγνωρίζει τη μάσκα που οι ήρωες φορούν κρύβοντας, κάτω από αυτή, την ουσία ενός. Του συγγραφέα. Ο οποίος, διαχέοντας την προσωπικότητά του στους ήρωές του, ζει μέσα από το βιβλίο επτά παράλληλες ζωές.

Ωστόσο, αυτό που αφήνει τον αναγνώστη κατάπληκτο σε μια εποχή μουντή, ξέπνοη, πληγωμένη και βαθιά στερημένη, είναι το πολύπλευρο της γραφής του συγγραφέα και η ωριμότητα με την οποία αποτυπώνει την αντίληψη που έχει για τις ιδέες, τη ζωή και τον άνθρωπο.

Ταυτόχρονα, εμπνευσμένες εικόνες, παρομοιώσεις και περιγραφές, της ομίχλης, της βροχής, του χιονιού, της άνοιξης, του ήλιου, βρίσκονται σε απόλυτο συσχετισμό με τους ήρωες, τους διαπερνούν και επηρεάζουν την ψυχοσύνθεσή τους. Εικόνες που τις χαρακτηρίζουν η γλαφυρότητα και ο λυρισμός και οι οποίες, χωρίς να γίνονται μελό, αφήνουν να προβάλλεται η ομορφιά τους, με την έμπνευση να θριαμβεύει στα μάτια του αναγνώστη. Οι εικόνες επηρεάζουν και τη γραφή του συγγραφέα, που μοιάζει κι αυτή να είναι φτιαγμένη από υγρασία και ομίχλη. Σαν την πόλη που περιγράφει. Σαν τα δάκρυα που έμεναν μέσα τους, μη βρίσκοντας διέξοδο.

Στο πρώτο μέρος, η ταχύτητα του κειμένου είναι σχεδόν μηδενική. Το βάρος αυτής της ακινησίας και της στασιμότητας στη ζωή των ηρώων τη νιώθει και ο αναγνώστης. Αισθάνεται να βουλιάζει στο ίδιο τέλμα μαζί τους. Να στεγνώνει από την ίδια ξηρασία. Σαν το βιβλίο να είναι κολλημένο στην ίδια σελίδα! Κι όμως, αυτό εξελίσσεται. Ιδού μια σκηνοθετική/λογοτεχνική αξία του συγγραφέα. Οράματα και ιδέες έρχονται στο προσκήνιο για να φωτίσουν το βλέμμα τους παίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο, σε μια Ελλάδα διαμελισμένη που διεκδικεί την ελληνικότητα της Μακεδονίας, παρακολουθεί τη βία των Άγγλων στην Κύπρο, αντιλαμβάνεται τη γοητεία που ασκεί η Ασία προς την Αμερική και τη Σοβιετική Ένωση, οραματίζεται και προβληματίζεται για την Ενωμένη Ευρώπη, απαιτεί την επιστροφή των ελληνικών μαρμάρων, αποδίδοντας ευθύνες και συμμετοχή στους κυβερνώντες, βλέπει την απειλή ενός Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου… και, παρατηρώντας όλα αυτά, ο συγγραφέας αναρωτιέται: «Πώς γίνεται σε έναν κόσμο σακάτικο να περπατάς ορθός;»

Μια εποχή που ακόμα μετρά θύματα και επουλώνει πληγές, εμφανίζεται να γεννά νέες πολιτικές απόψεις, γνώσεις, οράματα, ταλέντα. Συγχρόνως, η ανάγκη συνύπαρξης των ανθρώπων διοργανώνει συνέδρια, διαλέξεις, λέσχες και νέες εκδόσεις. Μια καινούργια ζωή αρχίζει/ανθίζει παρασύροντας τον κόσμο πότε εδώ και πότε εκεί. Έναν κόσμο που θέλει να εκφραστεί, να ενταχθεί, να διεκδικήσει, μ’ έναν τοίχο να ορθώνεται συνεχώς εμπρός του. Αυτή ήταν η κοινωνία της δεκαετίας του ’50, άριστα αποτυπωμένη στις σελίδες του Θύματα Ειρήνης.

Τι κατάφερε αυτή η κοινωνία, άραγε; Να ένα ερώτημα, μεταξύ άλλων που θέτει ο συγγραφέας. Το «σήμερα» ίσως να είναι η απάντηση!

Στο δεύτερο μέρος, μικρές κοφτές προτάσεις αλλάζουν την ταχύτητα όχι μόνο του κειμένου, αλλά και του βαθμού της αγωνίας του αναγνώστη. Επιτέλους, η ζωή των ηρώων αποκτά ενδιαφέρον. Οι περισσότεροι από την παρέα ενώνονται για την «απελευθέρωση» της Νίκης της Σαμοθράκης, ή μήπως ενώνονται για τη δική τους «απελευθέρωση»; Ήρωες και αναγνώστης βρίσκονται αντιμέτωποι με σχέδια αλλά και απρόβλεπτα γεγονότα. Στις σελίδες, η ανάσα τους ακούγεται να βαραίνει από την αγωνία και την τροπή των γεγονότων. Κορυφαία η στιγμή μέσα στο αυτοκίνητο με τον λοστό. Η αγωνία του αναγνώστη στα ύψη: Θα τα καταφέρουν, άραγε; Η αγωνία κλιμακώνεται, γίνεται άγχος. Πώς θα κινηθούν αποτελεσματικά σε τόσο περιορισμένο χώρο, όταν δεν το έχουν ξανακάνει; Ατέλεια του συγγραφέα; Ή εσκεμμένη γραφή για την κορύφωση της αγωνίας του αναγνώστη; Κι εκεί που μια ανάσα ανακούφισης διαφεύγει από τα χείλη του, «επιτέλους θα περάσουν τα σύνορα», εμφανίζονται στη σκηνή οι τροχονόμοι και ανατρέπονται όλα…

Το έγκλημα. Η κλοπή, η σύλληψη, οι αποδείξεις, η ενοχή, οι ένοχοι και οι αποκαλύψεις του εαυτού τους, αφήνουν αυτούς και τον αναγνώστη άφωνους. Όλοι είχαν μέσα τους την παρανομία ή την τόλμη για παρανομία. Δεν γνωρίζονταν, κι ας ήσαν κάθε μέρα μαζί. Κι όμως, κάποια στιγμή ο Δημήτρης πίσω από τα κάγκελα της φυλακής νιώθει περισσότερο ελεύθερος από ποτέ. Ήταν δική του η κάθε στιγμή. Είχε πάρει το μέλλον του στα χέρια του.

Ο συγγραφέας συρράπτει στην υπόθεση του βιβλίου του στοιχεία υπαρξισμού με αναφορές στη θεωρία του Χάους, του αδιέξοδου της ύπαρξης και, το σημαντικότερο, τη δυσκολία των νέων να ζήσουν πια εν ειρήνη. Όλα αυτά γίνονται και η βάση όπου υφαίνεται ο καμβάς της πλοκής, η μυθοπλασία, ενώ η συμμετοχή, καθώς και η ατομική και συλλογική ευθύνη του καθενός, υφαίνουν τον καμβά της εξέλιξής τους. Η ζωή τους αποτυπώνεται να τέμνεται σε ένα κοινό σημείο. Τη φυγή. Από το χθες, από το σπίτι, από τη χώρα, από τον εαυτό τους. Η φυγή για όλους είναι μια τάση που απλώνεται σαν ασθένεια μεταδοτική. Σαν πανούκλα. Στο πρώτο μέρος εντοπίζονται τα συμπτώματα και στο δεύτερο μέρος εκδηλώνεται η πάθηση. Δύο διαφορετικά βιβλία σε ένα. Δύο διαφορετικοί κόσμοι. Αυτό το διαφορετικό και εκρηκτικό που κρύβουμε όλοι μέσα μας. Ο συγγραφέας μοιάζει να πειραματίζεται με τις λέξεις, άλλοτε ως προς τη χρήση τους και άλλοτε γεννώντας νέες.

Ωστόσο, το βιβλίο ακόμη και σήμερα παραμένει επίκαιρο όντας από τότε προφητικό, διότι το ιδεολογικό/πολιτικό μάτι του συγγραφέα εντόπισε θέματα τα οποία βρίσκονται τώρα στο πολιτικό προσκήνιο, επιβεβαιώνοντας την καθόλου τυχαία, ηχηρή είσοδό του στα ελληνικά γράμματα. Με αυτό, θέτει από πολύ ενωρίς –στη συγγραφική του σταδιοδρομία– πολλά ερωτήματα σχετικά με τον πόλεμο, όχι απόλυτα σαν πόλεμο, αλλά και σαν πόλεμο που κάνουν οι ήρωες με τον εαυτό τους και με τη ζωή τους, ο οποίος τελικά αφήνει μόνο θύματα όχι μόνο κατά τη διάρκειά του, αλλά και εκ των υστέρων, με τις σωματικές και ψυχικές ουλές που μένουν. Παράλληλα, είναι αισιόδοξο, τολμηρό και βασίζεται στην υπέρβαση της ζωής, όντας ταυτόχρονα βαθιά ερωτικό και πολιτικό. Έρωτας είναι και οι ιδέες. Ο έρωτας του Ηλία –η Ρηνιώ, το χαϊδευτικό της ΕΙΡΗΝΗΣ– είναι η απάντηση και η τεκμηρίωση αυτού.

Θύματα Ειρήνης
Βασίλης Βασιλικός
Εκδόσεις Γκοβόστη
320 σελ.
Τιμή € 15,00

 

Ημερομηνία: 13.07.14
Πηγή: diastixo.gr