«Διαμονή όπου σώματα που έχουν χαθεί περιφέρονται αναζητώντας το κάθε ένα το δικό του που έχει χαθεί. Αρκετά μεγάλη ώστε η αναζήτηση να είναι μάταιη. Αρκετά περιορισμένη ώστε η διαφυγή να είναι μάταιη». (σελ. 9)
Το έργο Αυτοί που έχουν χαθεί του Σάμιουελ Μπέκετ, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις της Εστίας, χωρίζεται σε δύο μέρη: στο κείμενο του συγγραφέα και στο επίμετρο του μεταφραστή, Θωμά Συμεωνίδη. Το πρώτο μέρος χωρίζεται σε ενότητες, όπου το «ειπώθηκε» διαχωρίζει το επίπεδο της προσπάθειας στην αρχιτεκτονική ενός επινοημένου, φανταστικού, αόρατου πεπλατυσμένου κυλίνδρου. Εντός αυτού, ανώνυμα σώματα, φθαρμένα και αφυδατωμένα, πρωταγωνιστούν. Βρίσκονται σε συνεχή κίνηση, παύση και τριβή έχοντας την επιθυμία της ένωσης, της αναζήτησης και την ανάγκη της αναρρίχησης σε σκάλες, σήραγγες, για τη μεταφορά τους σε κόχες ή κυψέλες. Άλλα βρίσκονται με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, με μάτια θολά, παγωμένα σε αυτά που δεν εγκαταλείπουν ποτέ και στους μη αναζητητές, που οδηγούνται στην άβυσσο της ιδέας και τις συνέπειές της, εάν αυτή ευσταθεί.
«Ειπώθηκε ό,τι μπορούσε να ειπωθεί για μια πρώτη σύνοψη του καταλύματος» (σελ. 13), συνεχίζοντας με ό,τι μπορούσε να ειπωθεί και για εκεί που το σκοτάδι και η πίεση κάνουν τα σώματα μη αναγνωρίσιμα. Σώματα/γρανάζια κινούνται σε σκάλες μικρότερες και μεγαλύτερες στα τοιχώματα του κυλίνδρου. Τα μάχονται οι αναβάτες. Με τον χρόνο άχρονο και ποτέ αρκετό οδηγούνται και πάλι στην αρχή, στην αρένα, παγιδευμένα και καταδικασμένα σε έναν επαναλαμβανόμενο κύκλο. Κόχες και κυψέλες είναι κοιλώματα βυθισμένα σε μια νοητή ευθεία του τοίχου, και μόνο σε όποιον έχει εμπειρία και γνώση του σώματος, των αρθρώσεών του και λεπτομερή γνώση των κοχών, μόνο σε αυτόν επιτρέπεται η νοητική γνώση της πλήρους εικόνας του συστήματος. Αλλά είναι αμφίβολο αν αυτός υπάρχει. Κάποιες κόχες είναι μεταξύ τους συνδεδεμένες με σήραγγες και οι περισσότερες έχουν μόνο είσοδο, όχι έξοδο. Ωστόσο, κανείς δεν απαρνιέται τη σκάλα. Και όταν κάθε σώμα θα είναι ακίνητο και κάθε μάτι κενό, τότε φως και κλίμα θα αλλάζουν. Το ένα θα σβήνει και η θερμοκρασία θα φτάνει σε σημείο ψύξεως.
«Προ αμνημονεύτου χρόνου η φήμη ότι ή ακόμα καλύτερα η διαδεδομένη ιδέα ότι υπάρχει μια έξοδος» (σελ. 16). Για τη φύση αυτής της εξόδου, η μια σχολή πιστεύει πως υπάρχει μια μυστική διακλάδωση στις σήραγγες οδηγώντας στο άσυλο της φύσης, η άλλη ονειρεύεται μια κρυμμένη καταπακτή στο κέντρο της οροφής οδηγώντας στον ήλιο και τα αστέρια. Για να συλλάβει κανείς την έννοια της εξόδου μέσω της καταπακτής πρέπει να βρίσκεται μέσα στο μυστικό των θεών, ενώ ο δαίμονας της οροφής μετατοπίζει συνεχώς την έξοδο, κάνοντάς την αδιέξοδη. Και στις δύο σχολές οι έξοδοι μετατοπίζονται. Γίνονται απρόσιτες.
«Ειπώθηκε ό,τι μπορούσε να ειπωθεί για αυτό το απαραβίαστο ζενίθ όπου για τους ερασιτέχνες του μύθου κρύβεται μια έξοδος προς τη γη και τον ουρανό» (σελ. 19). Οι σκάλες λειτουργούν με συμβάσεις που απαιτούν υποταγή από τους αναβάτες. Δεν επιτρέπεται να καταχρώνται τον χρόνο στη σκάλα. Κάθε αναβάτης μπορεί να εγκατασταθεί σε μια σήραγγα ή κόχη και οι νικημένοι μένουν καθηλωμένοι στο έδαφος, με προθεσμία μη συγκεκριμένη αλλά μετρημένη με ακρίβεια. Η κάθοδος προηγείται της ανόδου.
Μια θλιβερή εικόνα της ανθρώπινης ύπαρξης και η απελπισία του αδιεξόδου της.
Και εκεί αρχίζει η πάλη αυτών που ανέρχονται και αυτών που κατέρχονται. Όλα έρχονται στον χρόνο τους. Αυτό όμως δεν ισχύει για τον καταχραστή του χρόνου. Αν η κατάχρηση του χρόνου δεν έγινε εσκεμμένα, τότε αυτός που ανεβαίνει τη σκάλα παίρνει τον έλεγχο της σκάλας, που υπόκειται σε συγκεκριμένους νόμους. Δεν επιτρέπεται η άνοδος περισσότερο από μια φορά. Έτσι «ειπώθηκε» και ο κώδικας των αναβατών.
Η μεταφορά κάθε σκάλας, όπως και η ισορροπία των κινήσεων τόσο από τους αχθοφόρους όσο και από τους αναβάτες, τηρείται μέσα από νόμο αυστηρό, να μην ανεβαίνουν περισσότεροι του ενός. Μερικοί συνθλίβουν τον εαυτό τους, τον πιέζουν με την πλάτη στον τοίχο, περιμένοντας στην ουρά τη σειρά τους. Ένας αδρανής αναβάτης, αν πατηθεί, μπορεί με την έκρηξη του θυμού του να προκαλέσει αναβρασμό σε όλο τον κύλινδρο. Ταυτόχρονα, οι κουρασμένοι αναζητητές κινούνται μέσα από έναν μικρότερο κύκλο αντίστροφο και σε αργότερη κίνηση. Σώματα και των δύο φύλων, από τη βρεφική μέχρι τη γεροντική ηλικία, δεν μπορούν να κοιτάξουν μέσα τους, αλλά με μάτια χαμηλωμένα και κλειστά δηλώνουν πως ανήκουν στους νικημένους. Δεν ξεχωρίζουν από τους αδρανείς. Κεφάλια πέφτουν προς τα εμπρός και μάτια πεθαμένα από την πείνα αρχίζουν και πάλι να αναζητούν. Οι αναζητητές αδιάφοροι στοιχίζονται και περιμένουν μια σκάλα ή μια κόχη. Ενώ οι αδρανείς αναζητητές μένουν εκεί, γιατί είναι η καλύτερη τύχη για αυτούς. Συγγενείς, φίλοι ακόμη και σύζυγοι πηγαίνουν και έρχονται συνεχώς χωρίς σταματημό – απαγορεύεται η παύση, διότι τότε κατατάσσονται στους αδρανείς. Έτσι, δημιουργείται με αριθμητική πρόοδο μια σειρά από νικημένους. «Ό,τι και να αναζητούν δεν είναι αυτό» (σελ. 30).
Σε όλο αυτό το σκοτάδι, τους φωτίζει ένα κίτρινο φως. Στις σπάνιες στιγμές ανάπαυλας υπάρχουν αυτοί που στέκουν ριζωμένοι, με τις γροθιές σφιγμένες από θυμό, περιμένοντας να περάσει ο φόβος, οι έκπληκτοι από την ανάβαση ή τη μεταφορά της σκάλας του έρωτα, οι κουλουριασμένοι στις κόχες και οι έρποντες στις σήραγγες. Ύστερα από λίγο, όσοι πήγαιναν και έρχονταν συνεχίζουν πάλι, οι χωρίς κίνηση χαλαρώνουν, οι εραστές συνεχίζουν, όπως και οι γροθιές. Το φως δεν μεταβάλλεται, ενώ η θερμοκρασία χρειάζεται τέσσερα δευτερόλεπτα για να περάσει από το ελάχιστο των πέντε βαθμών στο μέγιστο των είκοσι πέντε και αντίστροφα. Ωστόσο, υπάρχει και άλλη κλίματα αυξομείωσης της θερμοκρασίας, αλλά αυτό δεν παίζει μεγάλο ρόλο, όσο η ταχύτητα και ο χώρος ικανοποιούν τις ανάγκες του κυλίνδρου. «Γιατί μέσα στον κύλινδρο μόνο βεβαιότητες και έξω από αυτόν τίποτα πέραν από μυστήριο» (σελ. 35).
Αναβάτες, αδρανείς και νικημένοι περιστρέφονται έχοντας την αίσθηση ότι κινούνται κατά βούληση μέσα στην αρένα και στις τρεις ζώνες κίνησης. Μπαίνοντας ή βγαίνοντας από αυτές βλέπουν πειθαρχία, αρμονία, τάξη, υπάρχουν δικαιώματα. Και η σπάνια παραβίαση στον χώρο των αναβατών επιτρέπεται μόνον όταν τον εγκαταλείπουν, για να ενσωματωθούν με τους αναζητητές της αρένας. Το δέλεαρ της κόχης ωθεί τους νευρικούς αναζητητές να χωθούν μεταξύ των αναβατών, οπότε και αποβάλλονται από την πιο κοντινή στο σημείο ουρά και το θέμα τελειώνει εκεί. Δεν επιτρέπεται η αποχώρηση. Όποιος προσπαθήσει να αποχωρήσει, επαναφέρεται δραστικά από τα άλλα μέλη στη θέση του. Το δικαίωμα να επιστρέψει του είναι απαγορευμένο. «Γιατί για κάθε σώμα δεν είναι μικρότερη από την ελευθερία να ανέβει η υποχρέωση να παραμείνει μέχρι το τέλος στην ουρά που έχει επιλέξει» (σελ. 37).
«…όσα μπορούσαν να ειπωθούν ειπώθηκαν μιλώντας χονδρικά για τις υποδιαιρέσεις της κύριας περιοχής και τα καθήκοντα και τα δικαιώματα των σωμάτων στο πέρασμά τους από τη μια στην άλλη. Δεν ειπώθηκαν όλα και ποτέ δεν πρόκειται» (σελ. 41).
Η συνεχής εναλλαγή της θερμοκρασίας έχει επίδραση εκτός της επιδερμίδας και στην ψυχή. Στην επιδερμίδα επιφέρει ξηρότητα, αλλάζοντας το ροζ σε γκρίζο. Η ξηρότητά της λειτουργεί απωθητικά στην πράξη του έρωτα. Πράξη με μηδενική σχεδόν πιθανότητα να συμβεί λόγω της επικρατούσας σύγχυσης μέσα στον κύλινδρο. Ωστόσο, αν τυχαία συμβεί η ένωση, τότε το ζεύγος μπορεί να ξαναβρεθεί χωρίς να το γνωρίζει. Και όσος πόνος και επιθυμία κι αν υπάρχει, και ο άνδρας και η γυναίκα ξέρουν βαθιά μέσα τους πόσο σπάνιο είναι το γεγονός και πόσο αδύνατον είναι να επαναληφθεί. Και μάτια που αναζητούν εκείνη τη ματιά και σώματα σε ακινησία θανάτου σε εκείνες τις ερωτικές στάσεις, εστιάζουν το βλέμμα στο κενό και, χωρίς καμία χαρά και χωρίς καμία λύπη, ξαναρχίζουν την αναζήτηση.
Ο χρόνος είναι το χθες. Είμαστε το χθες!
Ο Σάμιουελ Μπέκετ εδώ, με γραφή αφαιρετική και αφήγηση ψυχρή, απογυμνωμένη συναισθημάτων, με έννοιες και περιγραφές οι οποίες ακυρώνονται και ανατρέπονται στην ίδια πρόταση, δίνει ένα έργο που δικαίως έχει χαρακτηριστεί αινιγματικό. Εντός αυτού κινείται ένας παράλογος, χαοτικός, επινοημένος κόσμος ευρισκόμενος σε αρμονία και λογική μόνο στην κατασκευή του. Ταυτόχρονα, σώματα κινούνται συνεχώς χωρίς νόημα και σκοπό με καταδικασμένο μέλλον. Ακολουθούν διαδικασίες και νόμους, υποτάσσονται από φόβο σε αυτούς και τους κάνουν καθημερινότητά τους. Τους κάνουν πραγματικότητα και εγκλωβίζονται μέσα σε αυτήν. Στον κύλινδρο μιας καλοσχεδιασμένης μηχανής με σαφή, φανταστικά όρια, αόρατα στο βλέμμα. Σκάλες, κόχες, σήραγγες και πρόσωπα στον τοίχο, με μάτια παγωμένα, ανεβοκατεβαίνουν χωρίς έλεος και χωρίς διέξοδο. Μοιάζει σαν να προέχει η λειτουργία του κυλίνδρου παρά οι επιθυμίες και η ελευθερία των σωμάτων. Αυτά στοιχίζονται στη σειρά και στην ουρά στην οποία ανήκουν. Χάνουν τον χρόνο τους, χάνουν και τον δρόμο τους στις διάφορες σκάλες. Μια θλιβερή εικόνα της ανθρώπινης ύπαρξης και η απελπισία του αδιεξόδου της.
Πρόκειται για ένα κείμενο εξαιρετικά εμπνευσμένο, όπου η ποίηση και ο ρομαντισμός δεν λείπουν αλλά προστίθενται για να δώσουν πνοή στα ξέπνοα σώματα, που θερμαίνονται και ψύχονται συνεχώς στην προσπάθειά τους να ανεβούν ψηλά. Να υπερβούν την κόχη. Εικόνες αλληγορικές με πολλαπλές ερμηνείες αντανακλούν τάξεις κι επίπεδα ύπαρξης στενά συνδεδεμένα, με συνεχείς βεβαιότητες και ματαιώσεις κατά την αφήγηση, με την αμφιβολία να ελλοχεύει συνεχώς αποδομώντας ό,τι σταθερό έχει αναφερθεί. Έτσι ο συγγραφέας με ιμπρεσιονιστική προσέγγιση δημιουργεί έναν κόσμο ανύπαρκτο, κατασκευασμένο από τον άνθρωπο, προβάλλοντας το αδιέξοδο της ύπαρξής του, προεκτείνοντάς τη χωρίς σκοπό στο χάος. Με πολλές αφηγηματικές εικόνες που παραπέμπουν σε στιγμές δημιουργίας κι επίπεδα ύπαρξης από πίνακες ζωγραφικής, όπως του Ιερώνυμου Μπος: Η άνοδος των ευλογημένων, Ο κήπος των γήινων απολαύσεων, Δευτέρα Παρουσία, του Πίτερ Μπρίγκελ του πρεσβύτερου: Ο Πύργος της Βαβέλ, και του Μποτιτσέλι: Η Κόλαση, από το έργο του Δάντη, είναι θαρρείς κι ο συγγραφέας θέλει έτσι ν’ αποτυπώσει την αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης/αναζήτησης όπου σώματα, μέσα σε έναν κόσμο παράλογο και ανύπαρκτο, αν και λουσμένα στο φως παλεύουν στο σκοτάδι στοχεύοντας να φτάσουν στις κόχες. Ψηλά!
Είναι άραγε τα σώματα ικανά να ξέρουν τι αναζητούν; Ή μήπως δεν μπορούν να ξεφύγουν από τις επαναλαμβανόμενες κινήσεις/συνήθειές τους; Κι αν κάποιος κατορθώσει να ανεβεί, τι θα μπορέσει να δει; Μήπως τον Γκοντό, μέσα από τον εαυτό του; Ίσως αυτή να είναι η αναμονή/αναζήτηση και σε αυτό το βιβλίο.
Μια πρόσθετη και σημαντική αξία στο βιβλίο του Σάμιουελ Μπέκετ Αυτοί που έχουν χαθεί είναι το επίμετρο και η μετάφραση του Θωμά Συμεωνίδη. Λέξεις βασανιστικά επιλεγμένες αποδίδουν την αφαίρεση, την πυκνότητα και την ανατροπή της γραφής, χαρτογραφώντας έναν ανύπαρκτο κόσμο παράλογο, αλλά με λογική και αρμονία, και χωρίς διέξοδο. Μέσα από τα σχόλια, τις αναλύσεις και τις τοποθετήσεις του Συμεωνίδη αποκαλύπτεται η εις βάθος μελέτη του πάνω στο έργο του Μπέκετ, η οποία εγγυάται την απόδοση των λεπτών εννοιών στη μετάφραση, κάτι που εισπράττει ο αναγνώστης από το πόσο κατανοητή τού γίνεται η ανάγνωση ενός τόσο εμπνευσμένου, απαιτητικού, αλληγορικού και ανατρεπτικού κειμένου, όπως αυτό. Ταυτόχρονα, στο επίμετρο ο Συμεωνίδης δίνει και τα κλειδιά της κατανόησης αυτού του χαοτικού επινοημένου κόσμου, αναλύοντας και τη δική του οπτική στο έργο του Μπέκετ. Αναφέρεται στις διαφορετικές πραγματικότητες οι οποίες απορρέουν και δημιουργούνται από την παρέμβαση των συνηθειών, γεννώντας με τη σειρά τους άλλες λογικές αιτιότητας και άλλες συνειδήσεις. Ίσως τις συνήθειες να υπονοεί και ο Μπέκετ όταν αναφέρεται στους δαίμονες που μετατοπίζουν τις εξόδους. Εντοπίζει επίσης και την έλλειψη μέτρησης του χρόνου, η οποία αποτυπώνεται μόνο στη φθορά των σωμάτων, που επιφέρουν οι αυξομειώσεις θερμοκρασίας και φωτός δημιουργώντας διαφορετικές οπτικές, αλλάζοντας εσωτερικά τους αναζητητές. Μιλώντας για τον χρόνο και αναφερόμενος και στον Προυστ, αυτόματα κάνει τη σύνδεση και με το βιβλίο Προυστ του Σάμιουελ Μπέκετ, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα σε μετάφραση του ιδίου.
«Είμαστε άλλοι, δεν είμαστε πλέον αυτό που ήμασταν πριν μας βρει η συμφορά του χθες» (σελ. 64). Ο χρόνος είναι το χθες. Είμαστε το χθες!
Είναι ένα βιβλίο που θα αγαπήσετε τόσο για τον εμπνευσμένο και μοναδικό τρόπο γραφής του Σάμιουελ Μπέκετ, όσο και για τη μετάφραση και το επίμετρο του Θωμά Συμεωνίδη, ο οποίος το φέρνει πιστό, εύληπτο και ολοκληρωμένο με τα σχόλιά του στα χέρια του αναγνώστη.
Αυτοί που έχουν χαθεί
Σάμουελ Μπέκετ
Μετάφραση – Επίμετρο: Θωμάς Συμεωνίδης
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
σ. 72
ISBN: 978-960-05-1783-5