Η Γαλλίδα Σιμόν ντε Μποβουάρ (1908-1986), θρύλος της λογοτεχνίας, είχε πολλές ιδιότητες: φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος, κριτικός, θεωρητικός του φεμινισμού, εκδότρια του πολιτικού εντύπου Les Τemps Μodernes μαζί με τον σύντροφό της, τον φιλόσοφο Ζαν-Πολ Σαρτρ. Ταυτόχρονα, ήταν διανοούμενη της δημόσιας σφαίρας και αντιστασιακή κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αργότερα, ως ακτιβίστρια τοποθετήθηκε υπέρ της ανεξαρτησίας της Αλγερίας, κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, ενώ από μικρή ηλικία δήλωνε άθεη απορρίπτοντας τον συντηρητισμό της αστικής της οικογένειας. Ήταν γενικά ένα πρωτοπόρο, ασυμβίβαστο,ανήσυχο και φλογερό πνεύμα.
Ύστερα από την έκδοση του βιβλίου της Το δεύτερο φύλο (1949), θεωρήθηκε το σύμβολο του φεμινιστικού κινήματος και, ενώ αγωνίστηκε για τη χειραφέτηση της γυναίκας και την κατάκτηση της ισότιμης προς τον άντρα θέσης της στην κοινωνία, στη συλλογική μνήμη παρέμεινε στη σκιά ενός άνδρα. Του Ζαν-Πολ Σαρτρ.
Στο βιβλίο της με τίτλο Παρεξήγηση στη Μόσχα, ήρωες είναι η Νικόλ και ο Αντρέ. Ζουν στο Παρίσι, έχουν πάρει σύνταξη και, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, πηγαίνουν στη Μόσχα για να επισκεφθούν τη θυγατέρα του Αντρέ, Μάσα, και τον σύντροφό της, Γιούρι. Εκεί, η συμβίωση των δύο ζευγαριών, με διαφορετικό το βάρος του χρόνου στις πλάτες τους, φέρνει στην επιφάνεια νέες συνειδητοποιήσεις. Είναι και η «σύνταξη» που ηχεί σαν απόσυρση από τη ζωή. Ταυτόχρονα, στην καθημερινότητα του Αντρέ και της Νικόλ εισβάλλει η σιωπή. Όλα μοιάζουν να έχουν αλλάξει ριζικά μέσα τους και γύρω τους.
Χρόνος, ηλικία, προσωπικές ανασφάλειες και κοινωνικές αλλαγές συνθέτουν το σκηνικό του Παρεξήγηση στη Μόσχα, όπου δύο λαμπρά μυαλά κρίνουν και κρίνονται, ερχόμενα συνεχώς αντιμέτωπα και διεκδικώντας το δικαίωμα της ύπαρξής τους.
Στη Μόσχα, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, την περίοδο που η Ρωσία προχωρούσε από τη φτώχεια προς την οικονομική ισορροπία, δύο άνθρωποι έρχονταν συνεχώς αντιμέτωποι με τη διαπίστωση του: «τέλος χρόνου»! Γύρω τους, ο φιλελευθερισμός μαχόταν τα απομεινάρια του σταλινισμού. Η ως τότε Ρωσία κατηγορούνταν ότι καλλιεργούσε καταστάσεις που ευνοούσαν τις ανισότητες ως προς την κατανομή του πλούτου. Η διάδοχη κατάσταση όμως συμπεριλάμβανε τεράστιες σπατάλες και καταστροφικά μέτρα για να αναπτυχθεί η βαριά βιομηχανία, πάντα εις βάρος της βελτίωσης της ποιότητας ζωής των πολιτών. Έτσι, οικοδομούσαν τη νέα τάξη πραγμάτων, τον σοσιαλισμό. Το ιδανικό του σοσιαλισμού, «Λιγότερες ανάγκες, περισσότερη ευτυχία», άραγε θα παρέμενε μέσα τους ζωντανό, αντικαθιστώντας άλλα; Οι άνθρωποι θα γίνονταν λιγότερο δεμένοι με τα υλικά αγαθά; Το ιδανικό του σοσιαλισμού θα υπερτερούσε των ανθρώπινων αγαθών; Ή μήπως η εξουσία που ασκεί ο άνθρωπος μέσα από τα αγαθά του, όπως και το ανικανοποίητο του να αποκτά συνεχώς νέα, θα τον ωθούσε σε νέες διαπιστώσεις, πραγματικότητες και διεκδικήσεις;
Ο Αντρέ, λάτρης της Ιστορίας, σκεπτόμενος τα διάφορα γεγονότα προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει την κατανομή του χρόνου καταπίνοντας το παρόν, το οποίο δεν του γινόταν κατανοητό. Όπως ακριβώς δεν του γινόταν κατανοητός κι ο κόσμος ο οποίος αναδυόταν στο πέρασμά του, αποδεικνύοντας την αμφίδρομη σχέση του ατόμου με τα πολιτικά συστήματα που γεννούσε και αυτά γιγαντώνονταν και, «εκδικούμενα», άλλαζαν άτομα και κοινωνίες.
Ο χρόνος δε, που καθιέρωνε είδωλα, ταυτόχρονα τα ακινητοποιούσε. Τα έβαζε σε ένα καλούπι που μετατρεπόταν σε παγίδα. Βάλτωναν. Ωστόσο, αναλογιζόμενος τον δικό τους χρόνο βεβαιωνόταν πως μόνο στα όνειρά τους δεν υπήρχε η μέτρησή του. Τότε μόνον του διέφευγαν. Διαπίστωνε, επίσης, τον άδικο τρόπο με τον οποίον ο χρόνος τόσο γρήγορα αλλά και τόσο αργά περνά. Ιδιαίτερα στη νιότη, που είναι χτισμένη πάνω στην απατηλή αιωνιότητα του μέλλοντος, διότι η σκέψη στο αύριο γίνεται η ρωγμή που καταπίνει το παρόν. Έτσι χάθηκαν και τα δικά τους νιάτα. Και, ξαφνικά, βρέθηκαν στο τέλος του δρόμου. Στο γήρας. Ηλικία, γήρας, εξασθένιση σώματος και πνεύματος. Μειώνονται οι αντοχές και επέρχεται ο μαρασμός! «Στο γήρας δεν υπάρχει μέλλον. Κι αυτό αφαιρεί τη γοητεία από το παρόν, διότι χωρίς μέλλον τι είναι το παρόν;»
Της Νικόλ δεν της άρεσε το σώμα της. Κι όταν συμβαίνει αυτό, δεν αφήνεις να το αγκαλιάσουν, μεταδίδοντας το γήρας και στον σύντροφό σου. Και πώς μπορείς να δίνεσαι στους άλλους, όταν δεν είσαι ταυτόχρονα παρόν στον ίδιο σου τον εαυτό; Μέσα σε όλες αυτές τις σκέψεις η Νικόλ, με περισσότερο ή λιγότερο κρασί, δεν θυμόταν αν ο Αντρέ είχε ζητήσει τη γνώμη της για να παρατείνουν επί δέκα ημέρες την επίσκεψή τους στη Μόσχα. Και αυτό έγινε η αιτία της παρεξήγησης.
Είχε αισθανθεί απομονωμένη. Ο Αντρέ χόρευε με τη Μάσα, έτσι όπως έκανε κάποτε μόνο μαζί της. Μαζί της δεν χόρευε πια. Κι η Νικόλ ζήλευε. Όμως, και η Νικόλ τον είχε απομονώσει. Είχε αλλάξει απέναντί του. Κι αυτός είχε αλλάξει. Όλα του τα χαμόγελα, η τρυφερότητά του δεν ήταν πια γι’ αυτήν. Ήταν για την κόρη του. Αυτό που ένιωθε για τη Νικόλ δεν ήταν έρωτας, ήταν συνήθεια. Ήθελε πια να φύγει. Να επιστρέψει στο Παρίσι. Κι ο Αντρέ, απαντώντας στην επιθετικότητά της, είπε: «Αν θέλεις, μπορείς να επιστρέψεις νωρίτερα».
Και ξαφνικά, στο κεφάλι της Νικόλ υπήρχαν δυο εικόνες σε δύο διαφορετικά ύψη. Χωρίς να είναι ευδιάκριτο το πάνω από το κάτω. Το παρελθόν έμοιαζε σαν αντικατοπτρισμός. Ήταν βέβαιη πως την αγαπούσε με πάθος όμως, όταν δεν την έβλεπε, την ξεχνούσε. Στις αναμνήσεις της ο χρόνος άλλοτε διαστελλόταν και άλλοτε πάγωνε μέσα στο χάος της απεραντοσύνης του. Κι αυτές, σαν από μηχανής Θεός πρόβαλλαν αυτά που έζησαν στο πέρασμά του και αυτό τούς ένωσε. Φόβοι, ανασφάλειες, παρεξηγήσεις, όλα εξαφανίστηκαν κάτω από το βάρος των κατάλληλων λέξεων. Η Νικόλ είχε γεράσει. Κι ο Αντρέ είχε γεράσει. Είχαν γεράσει μαζί. Και, ακόμα μια φορά, είχε δει πόσο την/τον αγαπούσε. Του έδωσε το χέρι της και έφυγαν για το Παρίσι.
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ στο βιβλίο της αυτό έρχεται ανατιμέτωπη με τον εαυτό της, τον σύντροφό της, τους νεότερους, καθώς και τις κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που συντελούνται στο πέρασμα του χρόνου. Αν και υπέρμαχος της ισότητας των φύλων και της δύναμης της γυναικείας σκέψης, αφήνει το συναίσθημα να κυριαρχεί στις ενέργειες της Νικόλ, εκφράζοντας την κτητικότητά της ως προς τον σύντροφό της και, παράλληλα, απαιτώντας την αναγνώριση της παρουσίας της μέσω αυτού. Είναι όμως μόνο έτσι; Ή μήπως η Σιμόν ντε Μποβουάρ γίνεται πρόδρομος ενός σύγχρονου φεμινισμού όπου η γυναίκα, έχοντας κατακτήσει την ισοτιμία της, διατηρεί και τη «θηλυκότητα» του φύλου της; Στον αντίποδα των δικών της ανασφαλειών και συναισθημάτων, ο Αντρέ αποτυπώνει τη διαφορέτικοτητα της αντρικής σκέψης προβάλλοντας όχι μόνο τον ορθολογισμό της, αλλά συμπληρώνοντας την εικόνα του κόσμου γύρω του με το να εκφράζει τις υπαρξιακές του διαπιστώσεις/ανησυχίες για την κοινωνία και το άτομο σε συνάρτηση με τον χρόνο.
Χρόνος, ηλικία, προσωπικές ανασφάλειες και κοινωνικές αλλαγές συνθέτουν το σκηνικό του Παρεξήγηση στη Μόσχα, όπου δύο λαμπρά μυαλά κρίνουν και κρίνονται, ερχόμενα συνεχώς αντιμέτωπα και διεκδικώντας το δικαίωμα της ύπαρξής τους. Συγχρόνως, η μάχη των δύο φύλων –για την κατάκτηση του ενός από τον άλλο– μοιάζει να μη σταματά ποτέ, διαγράφοντας καμπύλες κορυφώσεων και βυθίσεων στη συνάρτησή της με τον χρόνο.
Η γραφή της Σιμόν ντε Μποβουάρ στο βιβλίο αυτό χαρακτηρίζεται από δυναμισμό και τρυφερότητα, στοιχεία τα οποία φέρνει η σοφία της ζωής, και αποτυπώνεται με τη γοητεία των επιλεγμένων λέξεων. Λέξεις παλαιές, νοσταλγικές, τότε που έλαμπαν διαφορετικά τα άστρα στον ουρανό, αποκαλύπτουν την κυριαρχία του χρόνου, από το χάος του στερεώματος μέχρι την αποτύπωση μιας ξεχασμένης λέξης. Τέλος, ο χρόνος φθείρει, διαφθείρει και μεταλλάσσει φύση, ανθρώπους, ιδέες, κοινωνίες και, όντας ρευστός και άπιαστος, διαφεύγει και χάνεται συνεχώς, παραμένοντας ταυτόχρονα ακλόνητος και άφθαρτος. Σαν ένας κρυφός και μοναδικός πρωταγωνιστής. Πιο πάνω από τους ήρωες. Πιο πάνω από όλα.
Η μετάφραση της Σοφίας Διονυσοπούλου δίνει ζωντάνια και αμεσότητα στο κείμενο, με αποτέλεσμα να μειώνει την απόσταση του αναγνώστη από αυτό και να τον κάνει να νιώθει, κι αυτός, ωσεί παρών.
Παρεξήγηση στη Μόσχα
Σιμόν ντε Μποβουάρ
μετάφραση: Σοφία Διονυσοπούλου
Μεταίχμιο
138 σελ.
Τιμή € 6,60
Ημερομηνία: 17.10.14
Πηγή: diastixo.gr