dimitriou

Φρεσκαμέντα
ή
«Ένας τρόπος που ίσως είναι αποτελεσματικός είναι να γράψεις γι’ αυτά που ντρέπεσαι ή φοβάσαι να γράψεις». Σωτήρης Δημητρίου (σελ. 53)

Αφορμή για τη γραφή αυτού του –όγδοου κατά σειράν– βιβλίου του Σωτήρη Δημητρίου ήταν η πρόταση μιας δημοσιογράφου να γράψει ένα κείμενο για την Αθήνα. Όντας «βαδιζομανής» –έτσι χαρακτηρίζει τον εαυτό του– σκέφτηκε να γράψει για τα οπωροφόρα της Αθήνας, αυτά που καθημερινώς συναντούσε στις πεζοπορίες του. Η έκταση του κειμένου ήταν μεγάλη, με αποτέλεσμα να μη δημοσιευτεί. Το κείμενο ξεχάστηκε, ώσπου η πρόταση άλλης δημοσιογράφου για το θερινό αφιέρωμα μιας εφημερίδας το έφερε στην επιφάνεια του μυαλού του. Διαβάζοντάς το ένα βράδυ σε μια συμπατριώτισσά του, εκείνη του εξέφρασε την επιθυμία της να δει και τις προηγούμενες μορφές γραφής, αν τις είχε κρατήσει.

Τις είχε κρατήσει και όλες μαζί έγιναν το σπέρμα απ’ το οποίο ξεκίνησε, από μια «χαώδη τυχαιότητα», η γέννηση του βιβλίου Τα οπωροφόρα της Αθήνας. Έτσι όπως ακριβώς είναι και η ζωή μας. Τυχαία βλέμματα, λέξεις, γεγονότα και στιγμές που γίνονται κρίκοι μια αλυσίδας που μας καθορίζει…

«Χαμολουλούδια και οπώρες» ήταν ο τίτλος του άρθρου, το οποίο εμπεριέχεται στο βιβλίο, ανοίγει με μια βινιέτα στη σελίδα 208 και στη σελίδα 219 με μια βινιέτα κλείνει. Τι προηγείται, παρεμβάλλεται και έπεται στο βιβλίο αυτό; Ένας πλούτος! Ένας πλούτος λέξεων, παρατηρήσεων και συγγραφικών οδηγιών/παραινέσεων καθιστά το έργο αυτό μια συνεχή συνομιλία με τον αναγνώστη ή, καλύτερα, μια διάλεξη: για την έμπνευση, τις λέξεις, τη φύση, τα γεγονότα και τους πρωταγωνιστές του. Συγχρόνως, υπονοεί και όλους αυτούς που αφήνουν τα πάντα να περνούν απαρατήρητα, ενώ ένα μάτι ασκημένο και εμπνεόμενο από τη ζωή τα εντοπίζει και τα αποτυπώνει χαρίζοντάς τους περίοπτη θέση μέσα στην ιστορία/σελίδες της λογοτεχνίας.

Όλο το βιβλίο είναι ένα μάθημα για το διήγημα. Για τη γλώσσα, για την έμπνευση, για τη σχέση του αναγνώστη με τον γράφοντα, όπου ο συγγραφέας γίνεται δάσκαλος μοιράζοντας γενναιόδωρα τη γνώση του. «Πάρ’ τα μάτια μου και δες», λέει. Εκτός της γραφής και της ισορροπίας της, αναφέρεται και στην κριτική ενός κειμένου. Στο κοντά και στο μακριά, εννοώντας την απόσταση από αυτό. Πιστεύει δε πως: «Το ελάττωμα είναι η νοστιμιά». Το ελάττωμα είναι αυτό που σε αγκιστρώνει σ’ ένα κείμενο, αλλά και στο πρόσωπο μιας γυναίκας. Προσθέτοντας: «Να ρέει φυσικά και με σαφήνεια η διήγηση. Να κολυμπά ο διηγηματογράφος ανάμεσα στις λέξεις χωρίς να σηκώνει κυματισμούς. Να μη φαίνεται καν πως κολυμπά. Να λησμονά αν είναι δυνατόν και ο αναγνώστης τη διαδικασία της ανάγνωσης, να, να… να αδιαφορεί και να ενδιαφέρεται σφόδρα γι’ αυτό. Με φειδώ στα επίθετα και με όλα τα πανιά της ψυχής να είναι ανοιγμένα στον άνεμο του διηγήματος» (σελ.55-57).

Όλο το βιβλίο είναι ένας μονόλογος χωρίς κεφάλαια. Ένα κείμενο λογοτεχνίας για τη λογοτεχνία, την τεχνική της γραφής και την ψυχολογία. Το «αντικείμενο» που παρατηρείται και το υποκείμενο που εκφράζεται/αφηγείται, με τον συγγραφέα και στους δύο ρόλους.

Ο Σωτήρης Δημητρίου, έχοντας μεγαλώσει μέσα στη φύση και περπατήσει στα κακοτράχαλα μονοπάτια της ιδιαίτερης πατρίδας του, διατηρεί βαθιά μέσα του τη ζωή στο χωριό και αποζητά τις μυρωδιές, τους καρπούς και τις διαδρομές/πεζοπορίες και στους δρόμους της Αθήνας. Αυτοί οι δρόμοι και οι καρποί στα δένδρα της πόλης γεννούν και ωριμάζουν έναν άλλον πνευματικό καρπό στο μυαλό του. Νεραντζιές, μουριές, ελιές, μεσκουλιές, ροδιές, μελικοκιές, τζιτζιφιές, σύκα, φραγκόσυκα, χαρουπιές, κοντούλες, σπαραγγομάνες κ.ά. ριζώνουν, καρποφορούν και απλώνουν τα κλαδιά τους στους δρόμους της Αθήνας και στις σελίδες του βιβλίου του. Ένας άλλος Κήπος της Εδέμ, αφανής για πολλούς, αν και ζουν και κυκλοφορούν μέσα σε αυτόν.

«Το ελάττωμα είναι η νοστιμιά». Το ελάττωμα είναι αυτό που σε αγκιστρώνει σ’ ένα κείμενο, αλλά και στο πρόσωπο μιας γυναίκας.

«Αυτός ο διηγηματικός πυρήνας μένει καιρό σε μια κρυφή, φανερή μεριά του νου, όπου πλάθεται το διήγημα ερήμην σχεδόν του συγγραφέα. […] Και όπως το ρυάκι θέλει να βγει στη θάλασσα, έτσι και το διήγημα θέλει να βγει στον κόσμο» (σελ.14).

Ο Σωτήρης Δημητρίου προκαλεί –πουλά φρούτα στη λαϊκή– για να βλέπει και να γράφει αντιδράσεις. Πολλές φορές τον παίρνουν για τρελό και χωρίς κανένα κόμπλεξ αυτοσαρκάζεται και τσαλακώνεται, διότι σημασία γι’ αυτόν έχει η επαφή και η εγγύτητα με τους ανθρώπους. Να βλέπει τις αντιδράσεις τους και να ακούει τις λέξεις τους. Αυτά τα δύο αναλύει και παντρεύει, σε όλο το συγγραφικό του έργο. Συγχρόνως, ειρωνεύεται με χιούμορ τους κανόνες γραφής και αφήνεται στους ήχους των λέξεων και στην ειλικρίνεια της ζωής να τον εμπνέουν. Με ευκολία περνά από την καθημερινότητα απλών ή και περιθωριακών ανθρώπων στους «κανόνες» και στην αποκωδικοποίηση του «προσώπου» της γραφής μέσα από το πρόσωπο των γύρω του. Αλλά και της Αθήνας.

Παροιμίες και λαϊκή σοφία στην αφήγησή του γίνονται οι αρμοί που συνδέουν το τότε με το τώρα, τη σοφία με την απειρία. Κι όταν ο συγγραφέας απορροφάται από τη γραφή και την έμπνευσή του, τότε οι λέξεις εκφράζουν με λυρισμό την ποίηση στον πεζό λόγο, κάτι που χαρακτηρίζει τη γραφή του. Λιτός και με οικονομία λέξεων αυτός που λατρεύει τις λέξεις, τις παρομοιάζει σαν το ανθρώπινο κελάηδισμα. Αναφέρει/διδάσκει όχι μόνο πώς γράφεται ένα κείμενο, αλλά και πώς είναι οπτικά κομψό. Η πάλη στη γραφή του είναι και με τα σημεία στίξης. Και από αυτή τη δημιουργική αμφιβολία των θέσεών τους διευρύνει την ουσία τους. Συγχρόνως, ανατροπές, συγκλίσεις και αποκλίσεις στις έννοιες του δίνουν πληρότητα στο κείμενό του, στεγάζουν/αφηγούνται το κανονικό και το διαφορετικό δημιουργώντας χώρο για όλα. Άλλοτε, γίνεται σκύλος στους δρόμους και τιμωρός. Τι μετρά, άραγε; Τις αντοχές του; Τις αντιδράσεις των άλλων; Ή μήπως μετρά τις αντιδράσεις και τις αντοχές της λογοτεχνίας;

Η γραφή εμφανίζεται γεμάτη χιούμορ, ρεαλισμό και παιδική αθωότητα, μέσα από τη σχέση του συγγραφέα με τις λέξεις και την αφοσίωσή του σε αυτές. Μιλά για τη σωματική και ψυχική ένωση, τον πόθο, τον έρωτα σαν συναίσθημα και σαν πράξη, ομολογώντας πως όταν συνυπάρξουν αγάπη και ορμή, η ένωση γίνεται στα ουράνια. Θα μπορούσα να πω λογοτεχνία και πρόσωπο, σώμα και πόθος, είναι ισοβαρή, ωστόσο εστιάζει περισσότερο στο πρόσωπο θεωρώντας πως είναι η γεωγραφία της ψυχής, με τις ρωγμές/γραμμές να είναι τα ίχνη του χρόνου πάνω του.

Ταυτόχρονα, οι αβεβαιότητές του αφαιρούν κάθε πλαίσιο από τη γραφή του, δίνοντας στο γραπτό πνοή και ορίζοντα. Η ψυχική διάθεση υπερβαίνει τη λεκτική εκφορά, όπως φαίνεται στα παρασκήνια του διηγήματος, αφήνοντας τη ζωή να προβάλλει εντός αυτού σαν ένα περιβόλι γεμάτο «φρούτα». Κρίνει τη γραφή του και αλλάζει τις λέξεις, όταν οι ίδιες «αρνούνται να φύγουν από τη βουνίσια κοιτίδα τους» (σελ.28). Πειραματίζεται και με τα σημεία στίξης, αναλύοντας το νόημά τους και, έτσι όπως ο ζωγράφος αναδεύει τα χρώματα, προσθέτει στη γραφή του άλλοτε το πέπλο των αποσιωπητικών και άλλοτε την αθωότητα των θαυμαστικών. Δεν είναι οι λέξεις, η αφορμή ή οι καρποί που εμπνέουν, είναι η τέχνη τού να βλέπει και να αφηγείται τον κόσμο γύρω του αλλιώς. Η γραφή είναι σαν τον βηματισμό για έναν συγγραφέα. Μπορεί να δείχνει αλαζονεία, μεγαλομανία, υποταγή, προσβολή…

Το πόσο χαρισματικός συγγραφέας είναι ο Σωτήρης Δημητρίου ξεσκεπάζεται για μια ακόμη φορά, όταν το ερέθισμα να γράψει για τα οπωροφόρα της Αθήνας τον οδηγεί στο να γράψει για τη φύση, την πόλη, τις συνήθειες των κατοίκων της, την έμπνευση, τις λέξεις, τη γραφή, τη γλώσσα του σώματος, τον έρωτα, τον άνθρωπο. Φύση, ζωή, έρωτας, θάνατος και πάνω από όλα οι λέξεις που τα αποτυπώνουν όλα, ομολογώντας πως η γυναίκα είναι αυτή που διασώζει τη γλώσσα. Ωστόσο, δεν παύει να προβληματίζεται και να αμφιταλαντεύεται με τις λέξεις. Τις έβαλε σωστά; Ηχούν ωραία; Θα ευχαριστηθεί ο αναγνώστης; Συγχρόνως, θέλει να δώσει τα πάντα μέσα από τις λέξεις για να «πληρώσει» τον βαρκάρη της λογοτεχνίας.

Το έργο Τα οπωροφόρα της Αθήνας του Σωτήρη Δημητρίου είναι ένα μάθημα, μια πραγματεία πάνω στην έμπνευση, τις λέξεις και τη γραφή· είναι ο καρπός –από πολλούς καρπούς– με τον πυρήνα του να ριζώνει, να βλασταίνει και να ανθίζει στις σελίδες του.

Ημερομηνία: 25.10.2020
Πηγή: diastixo.gr