Η Ζηνοβία/Ζένω,τριάντα και πλέον χρόνια παντρεμένη με έναν Θεσσαλονικιό, νόθο παιδί της μάνας του με έναν Γερμανό, βρίσκεται στη δεύτερη νιότη της. Είναι στο σπίτι της και τηγανίζει, όταν διαπιστώνει πως το νερό στο μπάνιο τρέχει. Ζητά στον άνδρα της να πάει να το κλείσει, ενώ αυτός έρχεται κοντά της με τον νου στο… Γίνεται έξαλλη μαζί του, που αυτός μόνο αυτό σκέπτεται και δεν πάει να βρει μια δουλειά αλλά την αναγκάζει να κάνει την τραγουδίστρια σε τριτοκλασάτα μαγαζιά που συχνάζει υπόκοσμος, για να τους συντηρεί. Καταλήγοντας πως τέτοιος ελεεινός, αχώνευτος, πρόστυχος άνδρας δεν ξαναγεννήθηκε.
Σε ολόκληρο σχεδόν το βιβλίο, σαν να τον καταριέται του καταμαρτυρά τα μύρια όσα, για την αμορφωσιά, την ανειλικρίνεια, την τεμπελιά του… Και τι δεν του σούρει, σε μια διάλεκτο μιας άλλης κοινωνικής τάξης και άλλης εποχής. Και ο αναγνώστης, έχοντας μείνει άφωνος και χωρίς να ξέρει πού να σταθεί μέσα από αυτά που διαβάζει, μερικές φορές γελά, για όσα απαριθμεί στον σατράπη, δυνάστη, ασυμμάζευτο, αμόρφωτο, παρτάκια άνδρα της, και κάποιες άλλες φορές παγώνει το χαμόγελο στα χείλη του και μια αίσθηση δυσφορίας αποτυπώνεται στο πρόσωπό του. Από την ταπείνωση , καταπίεση και εξευτελισμό που σαν γυναίκα η Ζενώ έχει υποστεί δίπλα του. Μια γυναίκα της εποχής, τότε, που οι γυναίκες διάβαζαν το Φαντάζιο για να μοιάζουν μεταξύ τους και να έχουν κοινά θέματα συζήτησης. Όμως, η Ζενώ είχε και άλλες γνώσεις ψάχνοντας τον εαυτό της και τη ζωή, όπως επίσης είχε και ένα άλλο λεξιλόγιο όταν δεν απευθυνόταν σε αυτόν και ήθελε να εκφράσει τον εαυτό της και τις ιδέες της. Δεν είχε το δικό του μικρόβιο, του γδιωκιωμιού, αλλά έφτιαξε έναν δικό της κόσμο γιατί πίστεψε στην καλοσύνη και την ομορφιά για την πρόοδο της οικουμένης. Δεν είχε στον νου της το κακό. Ενώ αυτός την απάτησε, την εξαπάτησε, την έφτυσε, τη ρήμαξε. «Είμαι θύμα της κρίσης» έλεγε ο τεμπέλης και δεν δούλευε, αλλά σαν γουλιάνος κατάπινε ό,τι περνούσε από εμπρός του. «Είσαι ένας εξουσιολάτρης και κομματικός σαλταπήδας, αμόρφωτος και άξεστος που βασανίζει και τα ζώα. Χωρίς κανένα πιστεύω». Και αυτός, βλέποντας ένα βιβλίο δίπλα της μέσα από ένα απαύγασμα γνώσεων λέει: «“Έφη Ζαρατούστρα”, την ξέρω αυτή την κομμώτρια».
Κι η Ζενώ συνέχισε: «Ένα κορίτσι ερωτεύεται τα λόγια ενός επιτήδειου, τον καψουρεύεται, τον παντρεύεται και μετά γίνεται έτσι!», λέει δείχνοντάς τον.
Μέσα από εικόνες και αφηγήσεις, στις σελίδες παρελαύνει ολόκληρη η Ελλάδα από τη δεκαετία του πενήντα μέχρι σήμερα, στην οικονομική κρίση, και ο συγγραφέας δείχνοντας τους άνδρες βολεψάκηδες και την έλλειψη εκτίμησης και σεβασμού προς τη γυναίκα παρουσιάζει τη Ζενώ πάντα να ονειρεύεται, να αντιστέκεται και να μοχθεί για μια καλύτερη κοινωνία. Και η ενδυματολογική μόδα παρελαύνει τη δεκαετία του ’60 με το τζιν, του ’70 με το μίνι, μετά με το μάξι, τα παντελόνια καμπάνες… Και ενώ ήθελε και η Ζηνοβία να ράψει ένα μινάκι, που ήταν και οικονομικό, την απέτρεψε ο σατράπης άντρας της με το πρόσχημα πως δήθεν τα μπουτάκια της δεν ήταν για να τα βλέπει ο κόσμος, αλλά και το μάξι δεν του άρεσε. Θα ήταν σαν καλόγρια.. Ενώ αυτός έδειχνε το εμπόρευμά του μέσα από τα στενά του τζιν, «..τώρα όμως, τα τζιν τα φορούν μεγαλοβιομήχανοι καπιτάλες, αλλά τα φορούν και οι μετανάστες που πνίγονται στις λέμβους. Εγώ, ωστόσο, παρέμεινα ολόδροση καιΜπουμπουκερή, ενώ εσύ είσαι ένα μάτσο χάλια. Και εσύ παστούρεψες και προσπαθείς να μιμηθείς το ντύσιμο το χασοβράκικο, σαν αυτά τα ανέραστα ιντερνετόπαιδα. Δεν έχεις διαβάσει μια γραμμή, δεν έχεις σκύψει στον πόνο άλλου, δεν σηκώθηκες ποτέ να κάτσει ένας ηλικιωμένος, θα μπορούσε να είσαι ο λογοτεχνικός ήρωας ενός αποκτηνωμένου ρεμαλιού…»
Στο βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη Ο κατάδεσμος, μια γυναίκα αφηγείται/περιγράφει την κοινωνία μέσα από δύο εαυτούς. Του υποταγμένου/συμβιβασμένου και του επαναστάτη. Ταυτόχρονα γίνεται η καταγραφή των δύο διαφορετικών κόσμων και φύλων. Ο συγγραφέας μέσα από τα λόγια της ηρωίδας καταγράφει την κακή εικόνα των ανδρών, αυτών που συνιστούν την κοινωνία από το ’50 μέχρι τον σημερινό Νεοέλληνα με τις πολιτικές διαφορές και αποχρώσεις που θέλει να βρίσκεται μέσα στα πράγματα «του συρμού», γεννώντας ταυτόχρονα την εξέλιξη που οδηγεί στον κυνισμό, που στις μέρες μας εμφανίζεται συχνά στους νεολαίους και των δύο φύλων. Συνεχίζει και κάνει κριτική και στους πολιτικούς με τις πελατειακές τους σχέσεις, το μοίρασμα των θέσεων σε λαμόγια με ψεύτικα πτυχία απλώς και μόνο επειδή έτρεχαν πίσω τους και ήταν ο όχλος τους, οι σπογγοκολλάροι τους.
Και ενώ το βιβλίο ξεκινά και για πολλές σελίδες αφήνει άφωνο τον αναγνώστη από το υβρεολόγιο που χρησιμοποιεί η Ζενώ, εντούτοις στην εξέλιξη του βιβλίου και ενώ οι χρακτηρισμοί δεν παύουν, αντιθέτως προεκτείνονται προς όλες τις ιδιότητες και ελλείψεις ενός ατόμου, μέσα από πολλές εικόνες, δυστυχώς καθημερινές και οικείες, παρουσιάζει την ηρωίδα να είναι η προσωποποίηση όλων των αξιών που πρέπει να έχει ένα άτομο για να μπορέσει η κοινωνία να γίνει καλύτερη. Γραφή με μουσικότητα από στίχους που εμβόλιμα μπαίνουν στο σώμα της, ενώ ο συγγραφέας, με γλώσσα σκληρή, δεν αφήνει καμία άτιμη πράξη και κανένα ελάττωμα που να μην το καυτηριάζει – οι βολεψάκηδες άνδρες που δεν αγάπησαν και δεν σεβάστηκαν, που τραμπούκισαν και δεν τίμησαν τις γυναίκες δίπλα τους. Συγχρόνως, εστιάζει και σε μια γενιά Ελλήνων που μπλέχτηκε με άλλες επειδή από ανάγκη υπέκυψε και γεννοβόλησε άλλους που στάθηκαν στην κοινωνία σαν ιδέες που παραποιήθηκαν και στράβωσαν. Διεφθάρησαν. Το χιούμορ, επίσης, πολλές φορές ανατρεπτικό, δεν λείπει στη γραφή του Θωμά Κοροβίνη, όπως δεν λείπει και η «πικάντικη ποίηση», πριν όμως χαμογελάσει ο αναγνώστης αισθάνεται μια δυσφορία και το χαμόγελο χάνεται. Βλέπει μια κοινωνία, που μέσα στον χρόνο δεν αλλάζει τις συμπεριφορές της αλλά διαιρώντας όλες αυτές τις παθογένειες, προσθέτει κι άλλες. Μια κοινωνία την οποία πληθωρικά και ρεαλιστικά παρουσιάζει ο συγγραφέας, η οποία ωστόσο, αν και είναι αναγνωρίσιμη, οικεία και καθημερινή, λειτουργεί σαν παράδειγμα προς αποφυγήν.
Κι ενώ ο ρεαλισμός ξεχειλίζει στη γραφή του Θωμά Κοροβίνη, δεν υπονομεύεται ο ρομαντισμός, η στοργή, ο έρωτας, οι επιθυμίες και οι αξίες για ένα καλύτερο αύριο.
Ο συγγραφέας εντοπίζει τις απογοητεύσεις και αποκαλύψεις που φέρνει η συμβίωση, με τον χρόνο να αφαιρεί κάθε προσωπείο που οι σύζυγοι/σύντροφοι φόρεσαν αρχικά. Και μέσα από όλα αυτά αναδύεται ένα βιβλίο που υμνεί τη γυναίκα, τις αντοχές της και τον αγώνα της να γίνεται η κοινωνία συνεχώς καλύτερη.
Αυτό θα δει κάθε αναγνώστης από την απόσταση των λίγων εκατοστών που τον χωρίζει από το βιβλίο. Μια γυναίκα μέσα από τον συγγραφέα να ζωντανεύει μια αποφευκτέα ανδρική εικόνα, η οποία δεν τον τιμά, δεν τον εξελίσσει, αλλά η συμμετοχή/παρουσία του δεν εξελίσσει ούτε και την κοινωνία. Το βιβλίο μοιάζει με αρνητικό κατάλογο που απαριθμεί όσα δεν πρέπει ή, μάλλον, απαριθμεί όσα πρέπει να χαρακτηρίζουν τον Έλληνα σήμερα και με υβρεολόγιο τα τονίζει και τα καυτηριάζει. Παράλληλα, ο συγγραφέας εντοπίζει τις απογοητεύσεις και αποκαλύψεις που φέρνει η συμβίωση, με τον χρόνο να αφαιρεί κάθε προσωπείο που οι σύζυγοι/σύντροφοι φόρεσαν αρχικά. Και μέσα από όλα αυτά αναδύεται ένα βιβλίο που υμνεί τη γυναίκα, τις αντοχές της και τον αγώνα της να γίνεται η κοινωνία συνεχώς καλύτερη.
Αν όμως ο αναγνώστης εισχωρήσει στα διάστιχα των αράδων, τότε θα δει στη θέση της Ζενώ την Ελλάδα, που ένας ξενόφερτος την κακομεταχειρίζεται και ασκώντας εξουσία επάνω της την καταδυναστεύει, την ταπεινώνει, την τραμπουκίζει, ενώ η ίδια υπομένει, αντιστέκεται και εξελίσσεται αλλάζοντας, εκτός από τον εαυτό της, την κοινωνία προς το καλύτερο. Τι κι αν διαβάζει το Φαντάζιο, ξέρει τον Πλάτωνα, τον Σωκράτη και δίπλα της έχει τον Νίτσε.
Τέλος, επανερχόμενος στην αρχική απόσταση από το βιβλίο, ο αναγνώστης στον Κατάδεσμο θα δει την αγάπη και τον σεβασμό που έχει ο συγγραφέας προς το γυναικείο φύλο, σεβασμό που τεχνηέντως φέρνει σε αντιδιαστολή με ένα κακό ανδρικό πρότυπο για να δώσει περισσότερη έμφαση και να δικαιώσει τη γυναίκα μέσα από αυτή τη μισητή ανδρική εικόνα που πολλές έχουν συναντήσει/ζήσει.
Ο κατάδεσμος
Θωμάς Κοροβίνης
Άγρα
90 σελ.
ISBN 978-960-505-222-5
Τιμή: €9,50
Ημερομηνία: 19.05.17
Πηγή: diastixo.gr