Απόσασμα, από τη συμμετοχή μου στο βιβλίο “ένα κομμάτι ουρανού” το οποίο εκδόθηκε για τα 50χρόνια της Ο.Α.

ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ η καμπίνα των επιβατών είχε μια άλλη λάμψη, αυτή πoυ έδιναν οι άνθρωποι της showbiz, που άλλοτε απρόσιτοι και άλλοτε προσιτοί ξεχώριζαν. H Τζόαν Κόλινς, η κακιά Αλέξις της «Δυναστείας», είχε τιμήσει το πλήρωμα με την καλημέρα της, ο Ριτζ από την «Τόλμη και Γοητεία» είχε φωτογραφηθεί με όλο το πλήρωμα (και τους μισούς επιβάτες), η Νάνα Μούσχουρη πάντα σεμνή και διακριτική, ενώ η Μελίνα Μερκούρη πλημμύρισε την καμπίνα φως με το χαμόγελό της και την κίνηση του χεριού της έτσι όπως ακριβώς κάνει στη φωτογραφία στη στάση του Μετρό «Ακρόπολη». Όμως καθένας από αυτούς με έφερνε χρόνια πίσω στα παιδικά μου χρόνια, τότε που… «Άρτος και Θεάματα», έλεγε η μαμά μου τις Κυριακές προμηνύοντας αυτό που θα ακολουθούσε. Μόλις τέλειωνε το φαγητό μας άρπαζε από το χέρι –εμάς, τα τρία τα μικρότερα– και μας πήγαινε απόγευμα πια στο θέατρο, που τόσο πολύ της άρεσε. O μπαμπάς έμενε στο σπίτι, ενώ ο μεγαλύτερος κατά δέκα χρόνια αδελφός μου είχε καλύτερα πράγματα να κάνει.
Σε ηλικία που τα παιδιά βλέπουν Στρουμφάκια, εγώ έβλεπα Σαίξπηρ, Ίψεν, Τσέχωφ, τραγικούς κ.ά. Στο δεξί θεωρείο του Εθνικού Θεάτρου –εκεί άρεσε στη μαμά να καθόμαστε– είχα την τύχη να δω τους Παξινού, Μινωτή, Μανωλίδου, Αρώνη, Βαλάκου, Συνοδινού και Παπαμιχαήλ στους καλύτερούς τους ρόλους.
Αργότερα, στο λύκειο, ένας εμπνευσμένος καθηγητής στα Αρχαία Ελληνικά, ο Ηλίας Παπαλάς –έκανε και λογοτεχνικές μεταφράσεις των αρχαίων τραγικών– κατάφερε όχι μόνο να μας μάθει καλά τη δομή της τραγωδίας, αλλά κάτι πολύ πιο σημαντικό, να μας μεταφέρει τον έρωτά του για το θέατρο. Έτσι μπήκε η τέχνη στη ζωή μου, επηρεάζοντάς με, ενώ παράλληλα μου έδωσε πολλές χαρές και πολλές λυτρωτικές διαφυγές, σε δύσκολες στιγμές. Το θέατρο, κατά τη γνώμη μου εμπεριέχει το σύνολο όλων των τεχνών, αφού ένα έργο έχει πεζό λόγο, ποίηση, τραγούδι, «ηδυσμένο λόγο», μουσική, χορό, εικαστικά, ενδυματολογία και το κυριότερο ερμηνεία. Συγχρόνως το ίδιο το θέατρο, σαν κέλυφος εντός του οποίου θα «παίξουν» όλα, είναι μια άλλη υψηλή τέχνη στην ιστορία της αρχιτεκτονικής.
Πολύ αργότερα, ακολουθώντας τα βήματα της μητέρας μου, πήρα τα παιδιά μου και τα μύησα στη μαγεία του θεάτρου, αφού πρώτα τους ανέλυσα τη δομή της αρχαίας τραγωδίας, την πλοκή του μύθου καθώς και τα μέρη του σκηνικού, που θα αποτελούσαν το Θέατρο. Τα πήγα στον ιερό χώρο της Αρχαίας Επιδαύρου να δουν τους Όρνιθες του Αριστοφάνη.
Με αυτά τα «κουσούρια», οι πτήσεις ήταν η ευκαιρία να δω από εξαιρετικές θεατρικές παραστάσεις έως υπαίθριες κινέζικες όπερες στις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου και ιδιαίτερα στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης, τη Μέκκα του σύγχρονου θεάτρου. Και μετατρέποντας τη ρωμαϊκή ρήση της μαμάς μου, που κουκούλωνε τα προβλήματα, «Άρτος και Θεάματα» σε «Άτρακτος και Θεάματα», θα σας πάρω από το χέρι και θα σας ταξιδέψω σε μερικές από τις θεατρικές παραστάσεις και τα σημεία των καιρών που είχα την τύχη να δω και που μαζί σας θα ξαναδώ.
The Power of London
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 έλεγαν πως κάθε λεπτό στη Γη ακούγεται ένα τραγούδι του Άντριου Λόιντ Βέμπερ από τα μιούζικαλ που έχει συνθέσει, όπως το Jesus Christ Super Star, Evita, Cats, The Phantom of the Opera, που παίζονται παντού και κάνουν το βασισμένο στα ποιήματα του T. Σ. Έλιοτ «Memory» από το Cats να θεωρείται η μουσική του υπογραφή.
Στο Prince Edward Theater του Λονδίνου είχα τη χαρά να δω το θρυλικό μιούζικαλ Evita, βασισμένο στη ζωή της δεύτερης συζύγου του δικτάτορα Χουάν Περόν, που πέθανε στα τριάντα τρία της χρόνια, λόγω καρκίνου, έχοντας γίνει η πρώτη κυρία της Αργεντινής στα είκοσι εφτά.
Κατά τη διάρκεια της αναμονής για την παράσταση, ο κόσμος δεν είχε τη χαρά ή τη βιασύνη που δίνει ο ενθουσιασμός για ένα τέτοιο θέαμα ή γενικά η διάθεση μιας εξόδου. Ήσαν λίγο μουντοί και κάπως αμίλητοι. Ούτε ο γύρω χώρος είχε κάποια ιδιαίτερη κίνηση. Εγγλέζοι γάρ.
Σαν θεατρικός χώρος, εσωτερικά, είχε τη χάρη του ύψους της αίθουσας –τρία επίπεδα– που επέτρεπε στο θεατή που δεν ήταν στη πλατεία, όπως εγώ, να βλέπει την παράσταση αφ’ υψηλού και να νιώθει παντεπόπτης, με αφηγητή τον Τσε να τον εισάγει στο στόρι. Εξαιρετική αίσθηση για το θεατή που για λίγο απογειώνεται και γίνεται κριτής των πάντων. Θεός. H παράσταση ήταν εκπληκτική και θυμάμαι έντονα την ευρηματικότητα του σκηνοθέτη Χάρολντ Πρινς. Θέλοντας να δείξει τη φτώχεια που χτυπούσε και την αστική τάξη, έδειχνε ανά τακτά χρονικά διαστήματα, σ’ ένα δεύτερο οπτικό επίπεδο στο βάθος της σκηνής, ζευγάρια να χορεύουν βαλς, ενώ κάποιος με έναν τετράγωνο κάδο με ροδάκια σαν αυτούς που έχουν στα καθαριστήρια ή τα ξενοδοχεία διέσχιζε την αίθουσα και στην αρχή έπαιρνε τα παλτά τους, ενώ αφαιρώντας τους σταδιακά ρούχα στο τέλος τους άφηνε με κουρέλια σχεδόν, καθώς στο πρώτο οπτικό επίπεδο της σκηνής διαδραματίζονταν τα γεγονότα που οδηγούσαν στη φτώχεια και την αστική τάξη.
Ήταν αδύνατο να προλάβεις να δεις μια παράσταση στο Λονδίνο κατά τη διάρκεια ενός κανονικού δρομολογίου, διότι η ώρα άφιξης δε βοηθούσε να βρεθείς στη σωστή ώρα. Τα ταξίδια όμως που μας επέτρεπε η ιδιότητά μας –υπάλληλοι αεροπορικής εταιρείας– μας έδιναν το χρόνο να το οργανώσουμε, αν θέλαμε.
Έτσι είδα στο Λονδίνο το Cats, που ξεπέρασε σε παραστάσεις το Evita στο New London Theater όπου η Ιλέιν Πέιτζ –που είχε παίξει την Evita και είχε βραβευτεί– έπαιζε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Grizabella στο Cats. Τελικώς τα έργα του Άντριου Λόιντ Βέμπερ ταξιδεύουν στις μεγαλύτερες πρωτεύουσες, ενώ συναγωνίζονται το ένα το άλλο σε αριθμούς παραστάσεων. Τι νιώθει ένας συνθέτης όταν το βλέπει αυτό; Χαρά; Υπερηφάνεια; Δικαίωση; Αλαζονεία; Ευδαιμονία; Ίσως, όλα μαζί.
Το New London Theater δεν παρουσίαζε κάτι το ιδιαίτερο, ενώ η εσωτερική του διαρρύθμιση θύμιζε μια μεγέθυνση της αίθουσας του Λευτέρη Βογιατζή στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Το πάθος των θεατών ήταν πάλι στην ίδια θερμοκρασία με το βρετανικό καιρό. Κοντά στο μηδέν. Δεν ξέρω αν οι σύγχρονοι Άγγλοι έχουν συναντηθεί με το πάθος ποτέ ή το κατανάλωσαν οι παλαιότεροι από αυτούς στον Ρωμαίο, την Ιουλιέτα και τον Οθέλο ή στις ραδιουργίες και τα εγκλήματα που διεπράξαν εν ονόματι της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Το Cats διαδραματίζεται σε μια αυλή που είναι ένας σκουπιδότοπος με διάσπαρτα πεταμένα λάστιχα, όπου μέσα και πάνω σε αυτά ξεπηδούν οι γάτες (αιλουροειδή) που ζουν εκεί. H καθεμία τραγουδάει ή χορεύει το νούμερό της για να διακριθεί στο διαγωνισμό για το ετήσιο Jellicle Ball και, όποια ξεχωρίσει, θα της ανακοινωθεί πως θα ξαναγεννηθεί. Το διαγωνισμό κερδίζει η Grizabella τραγουδώντας το «Memory» που ως τώρα έχουν ερμηνεύσει εκατόν πενήντα καλλιτέχνες. Είναι ένα έργο δημοφιλές που παρόλο που δεν απέσπασε τη γενική αποδοχή από τους κριτικούς –κατηγορήθηκε πως δεν είχε πλοκή–, κατάφερε να καταχωριστεί ως το πιο αγαπημένο μιούζικαλ όλων των εποχών.
New York, New York
H Αμερική φημίζεται για την ελευθερία της, που όμως μοιάζει με μάσκα που κρύβει τον πουριτανισμό και τη συντηρητικότητά της. Στη διάσημη Time Square, με την πανσπερμία ανθρώπων που την κατακλύζουν, ζεις την τρέλα και τη βοή μιας ασυνήθιστης ζωής με τον κόσμο στην ουρά να βγάζει εισιτήρια την τελευταία στιγμή για να είναι πιο φτηνά από τα γνωστά TKS, τα πανύψηλα γυάλινα κτίρια που σε κάνουν να νιώθεις σαν μυρμήγκι, τις τεράστιες φωτεινές επιγραφές να διαφημίζουν αναβοσβήνοντας από εσώρουχα μέχρι τηλεοράσεις, τους μικροπωλητές να πωλούν hot dogs και Greek gyros, ενώ άλλοι, κρατώντας στο χέρι μια pizza ray, να κάνουν τόπο να σταματήσει μια λιμουζίνα, ενώ ο διπλανός τους προσπαθεί να τους πουλήσει ένα ρολόι και δύο έγχρωμοι με τεράστιο ραδιοκασετόφωνο στον ώμο τους ο καθένας προσπερνούν ακούγοντας μουσική στη διαπασών, κάνοντας πιο κάτω άλλους δύο να χορεύουν μέσα στη μέση του δρόμου. Τα κίτρινα ταξί με έγχρωμους οδηγούς σταματούν στο φανάρι, τα τεράστια ζωγραφισμένα λεωφορεία επίσης, η σειρήνα ενός περιπολικού ηχεί κυνηγώντας κάποιο καλό άνθρωπο, ενώ μόλις άρχισε να βρέχει και όμως ένας Πορτορικανός έχει ήδη έτοιμο το εμπόρευμά του προς πώληση, ομπρέλες. Πότε πρόλαβε; Κυρίες και κύριοι, σας καλωσορίζουμε στην καρδιά του πλανήτη Γη, τη Νέα Υόρκη, που σε μεθάει για το πάθος της για ζωή. Και είμαι και εγώ εδώ.
Στη Νέα Υόρκη ήταν εύκολο να παρακολουθήσεις μια θεατρική παράσταση διότι εκεί μέναμε περισσότερο από μια νύχτα. Είχα βγάλει από νωρίς τα εισιτήρια για την παράσταση La Cage aux Folles που παιζότανε στο Palace Theater στην καρδιά της Time Square. Το Κλουβί με τις Τρελές όπως το γνωρίσαμε και εμείς από τον Ούγκο Τονιάτσι στον κινηματογράφο.
H πλοκή του έργου περιστρέφεται γύρω από ένα γκέι ζευγάρι, τον George, διευθυντή του νάιτκλαμπ «St. Tropez», και του Albin, του αστέρα της ατραξιόν, και τις περιπέτειες που προκύπτουν όταν ο γιος του George φέρνει στο σπίτι τούς υπερβολικά συντηρητικούς γονείς της αρραβωνιαστικιάς του, για να γνωρίσουν τον πατέρα του που συζεί με τον Albin. Μια φασαριόζικη κωμωδία, που κέρδισε το κοινό με την εύθυμη αλλά και περίπλοκη εξέλιξή της, το ξεκαρδιστικό χιούμορ αλλά και την τρυφερή και συγκινητική της κατάληξη.
Εκείνη την εποχή, το 1983, η κοινωνία όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Αμερικής έστεκε άλλοτε με αμηχανία και άλλοτε με φανατισμό απέναντι σε αυτή την προσωπική επιλογή. Γι’ αυτό μια παράσταση με θέμα τους γκέι ήταν πολύ ριψοκίνδυνη, καθώς ήταν τα πρώτα χρόνια της επιδημίας του AIDS. Όμως οι παράγοντες της παράστασης πίστευαν πως το θέμα θα ήταν η τόνωση που χρειάζονταν και οι δύο· και οι ομοφοβικοί για την απειλή της ασθένειας, αλλά και όσοι έπασχαν από τη νόσο. Μέσα από κάθε μορφής τέχνη η κοινωνία κάνει βήματα εμπρός.
O σκηνοθέτης σε όλη την παράσταση δεν επέτρεψε να δώσουν ούτε ένα τσίμπημα στο μάγουλο οι ηθοποιοί για να μην προσβληθεί το κοινό. Ήταν, θα μπορούσε να πει κανείς, μια παλιομοδίτικη παραγωγή με τα εκπληκτικά κοστούμια της δικής μας Θεώνης Όλντριτζ, που είχε πρόσφατα κερδίσει και το Όσκαρ για τα κοστούμια του έργου Οι Δρόμοι της Φωτιάς. Το La Cage aux Folles με τους Τζορτζ Χερν και Τζιν Μπάρι στους πρωταγωνιστικούς ρόλους απέσπασε εξαιρετικές κριτικές. H πλειονότητα των ηθοποιών ήταν άντρες και το τραγούδι του Albin στο φινάλε του έργου «I Am What I Am» δισκογραφήθηκε από την Γκλόρια Γκέινορ και έγινε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της. Επίσης ηχούσε στις συγκεντρώσεις του κινήματος για την αξιοπρέπεια των γκέι. Το θέατρο σαν οίκημα ήταν μικρό, όμως είχε τόση ζωντάνια και τρέλα όση ήταν και έξω στο δρόμο. Αυτή είναι η ζωή.
Me and Yul
Θυμάμαι με συγκίνηση όταν είδα τον Γιουλ Μπρίνερ στο The King and I, σε μουσική του Ρίτσαρντ Ρότζερς και στίχους του Όσκαρ Χαμερστάιν B. H πλοκή του έργου προέρχεται από την αυτοβιογραφία της Άννα Λιονόουενς, που έγινε η γκουβερνάντα των παιδιών του βασιλιά του Σιάμ (Ταϊλάνδη) στις αρχές του 1860.
Το μιούζικαλ πρωτοπαίχτηκε στο Μπρόντουγεϊ το 1951 με τον άγνωστο τότε Γιουλ Μπρίνερ στο ρόλο του βασιλιά. O ίδιος, το 1956, κέρδισε το Όσκαρ Αʹ ανδρικού ρόλου για τον ίδιο ρόλο στον κινηματογράφο. Ξανάπαιξε θεατρικά το ρόλο αυτό στο Μπρόντουγεϊ το 1977 και το 1985. Τότε το είδα εγώ. Τότε που είχε πια προσβληθεί από την ασθένεια.
H παρουσία του δέσποζε στη σκηνή. Γυμνός από τη μέση και πάνω με χρυσαφί σαλβάρι –έτσι όπως τον θυμόμαστε όλοι μας– και με αυτή την τόσο ζεστή χαρακτηριστική φωνή γινόταν βασιλιάς και της σκηνής και της καρδιάς μας. H αρρώστια δεν είχε ροκανίσει το σφρίγος του σώματος και της ψυχής του ηθοποιού ακόμα. Ήταν σπουδαία παράσταση και είχα την τύχη να κάθομαι τόσο κοντά που να ακούω την αναπνοή του. Με αυτή την παράσταση έγινε γνωστός και με αυτήν έφυγε.
Ένα χρόνο αργότερα τον είδα σ’ ένα διαφημιστικό τηλεοπτικό μήνυμα στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, όπου φορώντας ένα μαύρο ζιβάγκο και η οθόνη να τον δείχνει από το θώρακα και πάνω, να σκύβει προς τα εμπρός με ύφος φιλικό και παράλληλα συμβουλευτικό και να λέει: «Όταν θα βλέπετε το μήνυμα αυτό εγώ δε θα ζω. Όμως να θυμάστε, το κάπνισμα σκοτώνει». Μήνες πριν είχε πεθάνει από καρκίνο στον πνεύμονα.
Σινεμά στον Παράδεισο
Όμως και ο κινηματογράφος ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία στις αίθουσες της Νέας Υόρκης. Εκτός από την εξαιρετική ακουστική των αιθουσών με το –άγνωστο τότε στην Ελλάδα– Dolby Surround System, τα αναπαυτικά καθίσματα, ο τεράστιος κάδος με ποπ κορν που μοσχοβολούσαν ζεστό βούτυρο και το χάρτινο ποτήρι της κόκα κόλα στο χέρι, με έκαναν να νιώθω σαν κομμάτι αμερικάνικης ταινίας. Άλλωστε κινηματογράφο έβλεπα μόνο στη Νέα Υόρκη. Μερικές παραστάσεις, μου έμειναν αξέχαστες. O Εξορκιστής ήταν μια από αυτές και ίσως ήταν το μόνο έργο που δε χάρηκα καθόλου για την τελειότητα του ήχου. Είχα φοβηθεί τόσο πολύ που ένιωσα αυτό που λένε «σηκώθηκε η τρίχα της κεφαλής μου». Ευτυχώς δεν ήμουν μόνη όταν πήγα να το δω. Όταν όμως τελείωσε η παράσταση και περπατούσαμε στους υγρούς δρόμους της Νέας Υόρκης επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, νόμιζα ότι ανά πάσα στιγμή θα έβλεπα μπροστά μου τον ιερέα να τρέχει και ξοπίσω του τη δαιμονισμένη να τον κυνηγά στριφογυρίζοντας το κεφάλι της. H σκηνή που το κεφάλι της διαγράφει έναν ολόκληρο κύκλο, τα μάτια της έχουν το χρώμα της χολής και μιλά σαν άντρας δεν ξεκολλούσε από το μυαλό μου. Για μήνες μετά τα βράδια δεν έκλεινα κανένα φως, ενώ έψαχνα τις ντουλάπες και κάτω από τα κρεβάτια για να βεβαιωθώ πως κανένα κακό δε θα μου συμβεί.
H γενικότερη αίσθηση που αποκόμισα είναι πως και το κοινό εκεί έχει μια άλλη παιδεία, διαπίστωση που επιβεβαιώθηκε με το εξής γεγονός: Σπανίως διαβάζω βιβλία χωρίς να υπάρχει απόλυτη ησυχία. Όμως το Ελένη του N. Γκατζογιάννη δεν ξεκολλούσε από τα χέρια μου. Βρισκόμουν 30 σελίδες πριν το τέλος και 30΄πριν την προσγείωση στη Νέα Υόρκη. Δεν κρατιόμουν να φύγω από αεροπλάνο και αεροδρόμιο, να βρεθώ στο δωμάτιο για να το τελειώσω. Στη διαδρομή προς το ξενοδοχείο είδα να διαφημίζουν την πρεμιέρα της Ελένης στις κινηματογραφικές αίθουσες την επομένη. Εκείνο το βράδυ το πλήρωμα κουρασμένο περιορίστηκε σ’ ένα κοντινό εστιατόριο. Εγώ παρήγγειλα room service και έμεινα στο δωμάτιο με την Ελένη. Το απόγευμα της επομένης ήμουν στην αίθουσα για να τη δω από κοντά. Το έργο, ενώ ήταν αρκετά διαφορετικό για να ακολουθήσει τους κανόνες της κινηματογραφικής προσαρμογής, έδινε πολύ καλά τον πόνο, τη σκληρότητα και την τραγικότητα του εμφύλιου πολέμου στην Ελλάδα. Ήταν η πρώτη παράσταση του έργου σε αυτή την αίθουσα και δεν ήταν όλοι οι θεατές Έλληνες. Όμως μόλις τελείωσε το έργο και άρχισαν να πέφτουν τα ονόματα των συντελεστών ΟΛΟΙ ήταν όρθιοι και χειροκροτούσαν. Το ίδιο είχα κάνει κι εγώ.
H σκληρή βασίλισσα
Το 1990 μόλις έχει ανοίξει το δρομολόγιο του Τόκιο και ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, για να φέρει γούρι στην Ελλάδα, βρέθηκε εκεί για να υποστηρίξει την υποψηφιότητα για τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 1996. Τη διοργάνωση τελικά την κέρδισε η Ατλάντα. Τουλάχιστον, η Ολυμπιακή κατάφερε να ανοίξει το Τόκιο.
Ήταν το δεύτερο δρομολόγιο για Τόκιο και ήταν καλεσμένοι για την πτήση σημαίνοντα πολιτικά πρόσωπα και πολλοί δημοσιογράφοι. Το πλήρωμα επιλεγμένο και εγώ είχα την ευθύνη του. Μέρες πριν πάω, είχα αρχίσει το Ταξιδεύοντας Ιαπωνία-Κίνα του Νίκου Καζαντζάκη και είχα μαγευτεί από τις περιγραφές του. Δεν απέμενε παρά να βρεθώ εκεί και να γνωρίσω την «Ιαπωνία, την γκέισα των εθνών». Έτσι την αποκαλούσε στο βιβλίο που είχε γράψει πενήντα χρόνια πριν, στο οποίο με διορατικότητα είχε καταγράψει το τώρα. Μια Ιαπωνία πιο ψηλή, αμερικανοποιημένη ως προς την εκπαίδευση, τη διατροφή, την καταναλωτική μανία, την ένδυση, να ξενυχτά τα βράδια στα μπαρ, να τρώει σε πολύ καλά αλλά και πολύ φτηνά εστιατόρια και γενικά να μιμείται τον αμερικανικό τρόπο ζωής, ενώ κατάβαθα κάτω από κάθε κοστούμι BOSS κρυβόταν ένας σαμουράι που δεν είχε ξεχάσει τη Χιροσίμα. Οι Ιάπωνες, είναι ένας λαός που εργάζεται ακούραστα σαν μυρμήγκι, εμπνεόμενος από τον εθνικό του ύμνο, όπου λέει «θα εργάζομαι μέχρι ο βράχος να βγάλει χορτάρι», συνταξιοδοτείται με το θάνατο, δηλαδή ποτέ, ενώ οι εργοδότες τού δίνουν αναγκαστική άδεια για να ελέγξουν την παραγωγή.
Τότε ήταν που άρχισαν οι Ιάπωνες να γεμίζουν τα αεροπλάνα και να ταξιδεύουν κατά μιλιούνια, ντυμένοι με πανάκριβα ρούχα, με τις φωτογραφικές τους μηχανές κρεμασμένες στο στήθος, χωρίς να μιλούν άλλη γλώσσα εκτός της μητρικής. H κυβέρνησή τους, αναγνωρίζοντας αυτή την αδυναμία προς τις ξένες γλώσσες, τους προστατεύει δίνοντας παράλληλα επιπλέον θέσεις εργασίας με το να υποχρεώνει όλες τις αεροπορικές εταιρείες σε κάθε δρομολόγιο από και προς Τόκιο να έχουν Γιαπωνέζες αεροσυνοδούς ως διερμηνείς. Καθήκον τους ήταν να μεταφράζουν όλες τις αναγγελίες και να υπάρχουν στο αεροπλάνο για το λόγο που υπάρχει και το ιπτάμενο προσωπικό: για τις καταστάσεις ανάγκης.
Οι Ιάπωνες ζουν μέσα στο τελετουργικό και στην καθημερινότητά τους. Είναι και αυτό το τεράστιο βουνό, το Φουζί ή Φουζισάν όπως το λένε, το ιερό βουνό που σημαίνει χρέος και θυμίζει και ρυθμίζει το χρέος του πώς να ζει ο Ιάπωνας την κάθε στιγμή.
Θυμάμαι πόσο είχα ξαφνιαστεί, όταν φεύγοντας από το ξενοδοχείο για να πάω στην Κίνζα –την αντίστοιχη πλατεία Συντάγματος–, ο οδηγός βγήκε από το ταξί και ενώνοντας τα κάτασπρα γαντοφορεμένα χέρια του υποκλίθηκε, άνοιξε την πόρτα και μπήκα σ’ έναν πεντακάθαρο χώρο με άσπρα κεντητά πετσετάκια απλωμένα στα δύο μπροστινά καθίσματα και τον καναπέ πίσω. Έτσι είναι όλα τα ταξί στο Τόκιο και επειδή είμαστε και στη χώρα της τεχνολογίας, το 1990, τα αυτοκίνητα είχαν μηχάνημα πλοήγησης που ενημέρωνε για τη συμφόρηση της κυκλοφορίας.
Γενικά η Ανατολή κρύβει ένα μυστήριο. Είναι φτιασιδωμένη σαν γκέισα που καλύπτει τα πραγματικά της χαρακτηριστικά. Όσους γνώρισα από την Ανατολή σαν να με κοίμιζαν με μια ήρεμη σταθερή συμπεριφορά και στο τέλος με ξάφνιαζαν με μια αντίδραση που έδειχνε πως καιρό τώρα άλλα ένιωθαν και άλλα άφηναν να φαίνονται. Έτσι, είναι πολύ κοινό, απ’ ό,τι και η τέχνη τους μας έχει δείξει, ο βασιλιάς να λέει «σ’ αγαπώ» στη βασίλισσα και την ίδια στιγμή να της παίρνει το κεφάλι.
Έχει μια αγριότητα αυτός ο λαός να επιδείξει και μια πολύ υψηλή τέχνη. Κινείται σε ακρότητες μ’ ένα φιλήδονο πολιτισμό που του αρέσει η διάταξη των φυτών στα βάζα –Ικεμπάνα– και στους κήπους, χωρίς να του αρέσει να μυρίζει το άρωμά τους. Είναι ένας λαός που στριμώχνεται στην πιο ακριβή γη του πλανήτη, που δε χωρά να τον στεγάσει, ούτε έχει χώρο να την καλλιεργήσει, με αποτέλεσμα μια ξύλινη κασετίνα με σατέν χωρίσματα, έχοντας μέσα ένα τσαμπί σταφύλι, δύο φράουλες και ένα μικρό πεπόνι να είναι ένα από τα πιο ακριβά και σπάνια δώρα που μπορείς να προσφέρεις σε μια γυναίκα, εκτός από τα -από ελεφαντόδοντο- χτενάκια των μαλλιών της. Έχοντας μάθει από παιδάκι να αγαπώ πολύ τα φρούτα, θυμάμαι πόσο δύσκολο μου ήταν να βρω ένα μήλο, το οποίο τότε κόστιζε 1.500 δραχμές.
Είχα ξεκινήσει πολύ νωρίς εκείνο το πρωινό. Ήθελα να πάω στην Κίνζα, στο πιο ακριβό κομμάτι γης στον πλανήτη, και να δω να συνυπάρχουν το νέο –ο γυάλινος ουρανοξύστης από τη μία– και το παλαιό –το ανάκτορο του βασιλιά με την τάφρο με τους μαύρους κύκνους– από την άλλη. Και μεταξύ τους να παρεμβάλλεται ένας ασφαλτοστρωμένος δρόμος και κάποιες εκατοντάδες χρόνια. Το είχα αποφασίσει μετά, μεσημέρι πια θα πήγαινα στο Θέατρο KABUKI-ZA, στο Κομπίκιτσο του Τόκιο, και θα έβλεπα Καμπούκι. Μια θεατρική τέχνη που με γοητεύει τόσο όσο και η αρχαία τραγωδία.
To Καμπούκι είναι το αλητάκι που γέννησε στους δρόμους του Κιότο, το 1600, η ιέρεια O-Κούνι. Δραπετεύοντας τα βράδια με τον αγαπημένο της από το Σιντοϊκό ναό χόρευαν και τραγουδούσαν στις πλατείες, γεννώντας αυτή τη μορφή του θεάτρου, που στα ιαπωνικά σημαίνει τραγουδοχορός. Στην αρχή, άντρες και γυναίκες έπαιζαν μαζί διαλέγοντας θέματα από την καθημερινοτητά τους και που η σχέση του ανθρώπου με το θεό και τους νόμους του είχε πολύ μικρή θέση. Αυτό το είχαν αφήσει στο Θέατρο Νο. Όμως αργότερα, όταν ο θίασος έγινε πολυπληθής, τα τραγούδια, ο χορός και τα γέλια έφεραν τον έρωτα και τα κοινωνικά σκάνδαλα με αξιωματούχους και υψηλά ισταμένους, με αποτέλεσμα να απαγορευτεί στις γυναίκες να παίζουν.
Οι άντρες έμαθαν να ντύνονται, να μιλούν και να φέρονται σαν γυναίκες. Ήταν δε υποχρεωμένοι και στην ιδιωτική τους ζωή να φέρονται και να ντύνονται έτσι, για να αφομοιώσουν και να αποδώσουν καλύτερα τη γυναικεία φύση, κινούμενοι με εξαιρετική χάρη, ντυμένοι με το πιο δυσκολοφόρετο γυναικείο φόρεμα, το κιμονό.
Οι ρόλοι στο θίασο ήταν κληρονομικοί. Κι όταν ο δάσκαλος –πρωταγωνιστής– του θιάσου δεν είχε γιο, ο καλύτερος μαθητής γινόταν κληρονόμος του ονόματός του στην ιεραρχία του θιάσου. Με την απομάκρυνση των γυναικών δεν άλλαξε μόνο το Καμπούκι τη σύνθεσή του, την ίδια εποχή και η πρωτεύουσα αναγραμματίζοντας το Κιότο μεταφέρθηκε αλλού και ονομάστηκε Τόκιο.
Εκείνο το μεσημέρι εμπρός από το Θέατρο KABUKI-ZA περίμενα στην ουρά αμίλητη όπως και οι άλλοι για να βγάλω εισιτήρια. Το θέατρο άρχιζε στις τρεις και μέχρι τις έντεκα με το ίδιο εισιτήριο έπαιζε τέσσερις διαφορετικές παραστάσεις. Αυτό ήταν η αιτία που είδα πολλές παραστάσεις, ενώ ήταν λίγες οι φορές που βρέθηκα στο Τόκιο.
Το θέατρο εξωτερικά είχε την όψη Σιντοϊκού ναού –έτσι συνηθίζεται– και εσωτερικά είχε την πλατεία και τέσσερις εξώστες. Στον πρώτο εξώστη ήταν οι καλύτερες θέσεις. Σαν μικρά σαλονάκια με μαξιλάρια κάτω για να κάτσουν, για να απολαύσουν το τσάι τους και το φαγητό τους, που μπορούσαν να παραγγείλουν στο διάλειμμα και να γευματίσουν κατά τη διάρκεια της παράστασης. Για το λόγο αυτό, πριν την είσοδο των θεατών στην αίθουσα των παραστάσεων, υπήρχαν εστιατόρια, όπως και μαγαζιά με αναμνηστικό θεατρικό υλικό.
Το οίκημα σαν κατασκευή και διαρρύθμιση ήταν ένα αριστούργημα, 1.600 θέσεων, και σε όλα τα καθίσματα υπήρχαν ακουστικά για να ακούς το έργο μεταφρασμένο. Δεν το έκανα ποτέ. Ήθελα να ακούω τους ήχους της γλώσσας τους, τους ήχους από τις χορδές του σαμιζέν και τον καλαμένιο αυλό, χωρίς να παρεμβάλλεται τίποτα. Την υπόθεση τη διάβαζα από το πρόγραμμα.
Κάθε παράσταση μου έδινε την αίσθηση ότι έβλεπα ένα παραμύθι να ζωντανεύει μπροστά μου. Σκηνικά, κοστούμια, κινήσεις, μουσική, όλα ήταν παραμυθένια. Όλα από έναν άλλο κόσμο. Μια μαγεία. Αν ποτέ βρεθείτε στο Τόκιο, να πάτε να δείτε Καμπούκι. Θα μαγευτείτε. Όμως αν με ρωτούσατε με μία λέξη να σας πω τι είναι η Ιαπωνία θα σας έλεγα, πως είναι ΤΕΧΝΗ. Διότι η τέχνη τα περιέχει όλα.
Στέκω ευγνώμων απέναντι στην Ο.Α. για τις ευκαιρίες και την ποιότητα ζωής που μου έδωσε, χωρίς να παραβλέπω το τίμημα πως πολλές φορές η καρδιά μου είχε μείνει κάτω στη σκάλα, να αγωνιά για πολύ αγαπημένους μου, όταν εγώ μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη έκλεινα την πόρτα του αεροπλάνου, για να βρεθώ στην άλλη μεριά του πλανήτη.