Στην Αθήνα, στο δικηγορικό γραφείο «Δημοσθένης Καραμπαλίκης και Συνεργάτες», υπάρχει εξαιρετική κινητικότητα. Όλοι οι εργαζόμενοι, με τη βοήθεια κομμώτριας, μακιγιέζ και ενός κανονικού συνεργείου, που είχε μετατρέψει το γραφείο σε στούντιο τηλεόρασης, ετοιμάζονται σαν σταρ, όχι για κάποια ταινία, αλλά για την «οικογενειακή φωτογραφία». Το γενικό πρόσταγμα στο γραφείο, αλλά και στα της φωτογράφισης, το έχει η Παναγιώτα Αϊβάλη, η «κυρία του κυρίου»· η αντ’ αυτού. Ντυμένοι όλοι με τα επιβεβλημένα ρούχα, κανονική στολή, με το λογότυπο του γραφείου –τη λευκή κουκουβάγια– σε φουλάρια και γραβάτες, έχουν πάρει τις θέσεις τους. Στο κέντρο της φωτογραφίας –το οποίο θα έμενε κενό κατά τη φωτογράφιση– θα προσέθεταν αργότερα με φώτοσοπ Εκείνον. Την αρρώστια του το γραφείο την είχε κρατήσει μυστική. Αργότερα, με τη φωτογραφία αυτή τυπωμένη σε κάρτα, το γραφείο θα έστελνε τις χριστουγεννιάτικες ευχές.
Στη φωτογράφιση είναι οι συνεργάτες δικηγόροι: Χάρης Τσετίνης, Σόλων Λούσκος, Ευθύμης Βογιατζής, Κωνσταντία Γιάννου, ο κύριος Φωτιάδης των Φωτιάδεων –βεβαίως, βεβαίως–, η Σιμέλα, το έτερόν του ήμισυ, οι ασκούμενες Λουκία και Νεφέλη, και ο γενικός διευθυντής του γραφείου, δικηγόρος Μάκης Σακκάς, ο οποίος, σύμφωνα με υπόδειξη της Παναγιώτας, θα ξάπλωνε πλαγίως, σαν τερματοφύλακας σε παλιά φωτογραφία ποδοσφαιρικής ομάδας. Οι άλλοι θα είχαν απλά το ύφος και το βλέμμα που τους αντιπροσώπευε.
Έχει βραδιάσει, έχουν φύγει όλοι και ο Μάκης Σακκάς ετοιμάζεται να κλείσει το γραφείο, όταν ένας πολύ κομψά ντυμένος, μικροκαμωμένος άνδρας, με μόνη παραφωνία το χρυσό του δόντι στην κάτω σιαγόνα, εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά του και του ζητά να δει Εκείνον. Είναι συγγενείς. Να τον δει είναι αδύνατον και ο Σακκάς, θέλοντας να τον ξεφορτωθεί, τον ρωτά τι ακριβώς θέλει, για να του το μεταφέρει. Λέγεται Εδμόνδος Σουάρεφ, συστήνεται, και αναφέρει πως έχει τύψεις και ενοχές, καθώς πριν από σαράντα χρόνια είχε σκοτώσει –χωρίς να τον υποπτευτεί κανείς– τον εραστή της γυναίκας του. Τώρα θέλει να το ομολογήσει και να τιμωρηθεί. Είναι χήρος πλέον, στέκει πολύ καλά οικονομικά, τα παιδιά του αδιαφορούν γι’ αυτόν και κατάβαθα σκάει από τη ζήλια του που αυτοί οι δύο εραστές ζουν τον έρωτά τους στους ουρανούς και θέλει να βρεθεί μπροστά τους. Ο Σακκάς τον ενημερώνει πως δεν μπορεί να δικαστεί, γιατί ύστερα από είκοσι χρόνια το έγκλημα έχει παραγραφεί. Ο Σουάρεφ όμως επιμένει…
Ο Χ.Α. Χωμενίδης, από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, μας έχει «φωτογραφίσει» όλους εκείνους που θα παίξουν ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας και της δίκης, δείχνοντας ταυτόχρονα και τον σουρεαλισμό που επικρατεί, όχι μόνο κατά τη φωτογράφιση αλλά γενικότερα στο πνεύμα κάτω από το οποίο διοικείται το γραφείο, ακόμη και σε δίκες.
Με το γνωστό πληθωρικό συγγραφικό του ταλέντο ζωντανεύει έναν τελείως διαφορετικό και πλήρη κόσμο, προς απόλαυση του αναγνώστη.
Αφηγητής της ιστορίας είναι ο δικηγόρος Μάκης Σακκάς, ο οποίος δεν δικηγορεί. Αιτία, μία φωνητική «αναπηρία». Την οποία κρύβει επιμελώς. Το αντίπαλον δέος του είναι ο πρωταγωνιστής, Εδμόνδος Σουάρεφ. Κατά την εξέλιξη της ιστορίας, ο ένας θα γίνει η πρόκληση στον άλλο για να ξεπεράσει τον εαυτό του.
Ο Χ.Α. Χωμενίδης με αστείρευτη έμπνευση πυροδοτεί την πλοκή με γεγονότα, σωστά δεμένα και δομημένα μεταξύ τους, από την πρώτη σελίδα ως την τελευταία, και με το γνωστό πληθωρικό συγγραφικό του ταλέντο ζωντανεύει έναν τελείως διαφορετικό και πλήρη κόσμο, προς απόλαυση του αναγνώστη. Ταυτόχρονα, τον μετατρέπει σ’ έναν αόρατο συνένοχο ή δικαστή, ο οποίος άλλοτε είναι υπέρ του ενός κι άλλοτε υπέρ του άλλου, διασκεδάζοντας ωστόσο, συνεχώς. Όμως, μοιάζει σε αυτό το βιβλίο να διασκεδάζει πολύ και ο ίδιος ο συγγραφέας και, παίρνοντας πρώτος απ’ όλους τη θέση όλων, προβάλλει στις σελίδες του όχι μόνο ένα δικηγορικό γραφείο εν δράσει, αλλά με χιούμορ σκηνές από ταινίες των Κουστουρίτσα, Αλμοδοβάρ και Ταραντίνο, αποτυπώνοντας την κοινωνία σήμερα. Μια κοινωνία πολύχρωμη και πανηγυριώτικη, η οποία ωστόσο διατηρεί αρχοντιά, αρχές, γενναιοδωρία και συμπόνια. Με μέτρο βέβαια και με το αζημίωτο επίσης, καθώς το χρήμα όλα τα ξεπουλά και όλα τ’ αγοράζει.
Το μεγαλείο της γενναιοδωρίας Εκείνου δεν ήταν μόνο ν’ αγοράσει στον Σακκά ένα διαμέρισμα για να στεγάσει την οικογένειά του, αλλά επίσης να αγοράσει και να συντηρεί την Εταιρεία Επανένταξης. Εκεί στεγάζονταν αποφυλακισμένοι –προσφέροντάς τους μέχρι και σαρκικές απολαύσεις– έως ότου επανενταχθούν στην κοινωνία. Πίστευε πως η κοινωνία είχε μεγάλη ευθύνη για όλα όσα συνέβαιναν σε αυτούς, οι οποίοι, ύστερα από λίγο, κατέληγαν και πάλι σε κάποιο κελί. Εκείνος μπορούσε επίσης να φέρει τον κόσμο ανάποδα προκειμένου να βοηθήσει κάθε φτωχοαπατεώνα. Με αυτή τη συμπόνια του, που είχαν μάθει και αφομοιώσει άπαντες, και τη σουρεάλ προσέγγιση της ζωής του, που απαιτούσε απ’ όλους να φορούν τη γραβάτα με την άσπρη κουκουβάγια όχι μόνο στο γραφείο, αλλά και εντός των δικαστηρίων, με αυτά τα «γόνιμα συστατικά» θα έστηναν και την παρωδία της δίκης του Σουάρεφ, με το αζημίωτο βέβαια. Το κτίριο της Εταιρείας Επανένταξης θα λειτουργούσε σαν θεατρική σκηνή, όπου θα παιζόταν το δράμα. Συνεργάτες του γραφείου, που αντανακλούσαν το σύγχρονο πρόσωπο της κοινωνίας, θα γίνονταν οι δικαστές ενός εγκλήματος πάθους, το οποίο τελέστηκε σαράντα χρόνια πριν. Μα πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό, όταν ο ίδιος ο νόμος το έχει παραγράψει, εδώ και είκοσι χρόνια;
Αυτό μόνο ο Χ.Α. Χωμενίδης μπόρεσε να το απαντήσει και μέσα από αυτό να αφηγηθεί ένα δράμα, άρρηκτα συνδεδεμένο με τον σουρεαλισμό, την ειρωνεία, τον σαρκασμό, δείχνοντας ταυτόχρονα κάτι πιο ουσιαστικό και βαθύ, το τραγελαφικό της κοινωνίας αλλά και της δικαιοσύνης, εν μέρει, σήμερα. Ωστόσο, μια «στημένη» δίκη θα επέφερε την κάθαρση, τόσο του Σουάρεφ από τις τύψεις του, όσο και τη λύτρωση του Μάκη Σακκά, με την αποδοχή της αναπηρίας του. Η φωτογράφιση του δικηγορικού γραφείου σαν αφήγηση είναι ένας ευφυής υπόγειος σαρκασμός του συγγραφέα, απέναντι στην κοινωνία την οποία με κριτική ματιά καθρεπτίζει στο βιβλίο του. Ο ερωτισμός κυβερνά όλες τις σχέσεις, ακόμη και του εγκληματία –γίνεται η αιτία του φόνου–, ενώ το άφθονο χιούμορ κατά την αφήγηση απαλείφει καθετί το αποκρουστικό.
Ο Χ.Α. Χωμενίδης για μια ακόμη φορά δεν τυποποιείται. Εμφανίζεται ευρηματικός στην επιλογή και ανάπτυξη του θέματός του και, μέσα από διαφορετικές αφηγηματικές γλώσσες –του απλού και αμόρφωτου Σουάρεφ, του ύπουλου Ευθύμη, του σκοτεινού και εξαιρετικά ευφυούς κυρίου Φωτιάδη– ζωντανεύει μια ευχάριστη αναπαράσταση της διαφορετικότητας και του σουρεαλισμού της προσωπικότητας ενός εκάστου. Μονολεκτικές κάθετες απαντήσεις, γεμάτες αθωότητα και απορία, ιδιαίτερα του Μάκη Σακκά, επιφέρουν το μοιραίο της ανατροπής προκαλώντας το γέλιο, γοητεύοντας τον πιστό του αναγνώστη συνεχώς, με αυτόν τον τόσο διαφορετικό κόσμο που κάθε φορά με λεπτομέρεια του παρουσιάζει. Τώρα συνθέτει μια ομάδα η οποία δρα μεταξύ κωμικού και τραγικού, αποτυπώνοντας με διεισδυτική ματιά την κοινωνία σήμερα. Στις αφηγήσεις του, ο αναγνώστης αναγνωρίζει γνωστούς κερδιζοδίκες δικηγόρους να περιδιαβαίνουν στις αράδες του, αλλού, ήρωες του Σασμού, ενώ ταυτόχρονα δράττεται της ευκαιρίας και αναφέρεται στη σοβαρότητα της ενδοοικογενειακής βίας και τις επιπτώσεις της, ατομικές –τα θύματα–, κοινωνικές και νομικές.
Η δίκη Σουάρεφ, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη, είναι ένα βιβλίο ευφυές, με χιούμορ απτό και κατανοητό, κάτω από το οποίο ο συγγραφέας κρύβει το πρόσωπό μας. Ένα βιβλίο που θα σας κρατήσει υπέροχη συντροφιά. Θα γελάσετε, θα σκεφθείτε, δεν θα βρείτε κανένα κενό, δεν θα πλήξετε και θα «συναντήσετε» και πολλούς γνωστούς σας. Κι αν είσαστε ειλικρινείς, σε κάποια αράδα του ίσως συναντήσετε και τον εαυτό σας. Διότι αυτό κάνει τόσο επιτυχημένα στα βιβλία του ο Χ.Α. Χωμενίδης: περιγράφει τη σοβαροφάνεια, τον σουρεαλισμό, κάποιες αξίες, αλλά και τη συμπόνια και την ανθρωπιά που ακόμη φωλιάζει μέσα μας. Με το αζημίωτο, βέβαια!
Εκδόσεις Πατάκη
Ημερομηνία: 9.6.2023
Πηγή: diastixo.gr