Η παρρησία της συμπόνιας
«Ήταν απροσμέτρητη η ευγνωμοσύνη του συμπονούμενου προς τον συμπάσχοντα. Είχε, είχαν την παρρησία της συμπόνιας». (σελ. 104)
Και η ονειρική αφήγηση συνεχίζεται σαν ένας υπερρεαλιστικός πίνακας ζωγραφικής που εκτείνεται και σε αυτό το διήγημα. Ο συγγραφέας συνεχίζει την πλεύση του στο στερέωμα του ουρανού, προσπαθώντας να αναγνωρίσει αλλά και να ξεφύγει απ’ όσα έβλεπε. Συναντά άγνωστους πλανήτες και ο ίδιος, σαν αστέρι που καίγεται, ταξιδεύει ανάμεσά τους. Περιπλανάται χωρίς χρόνο βλέποντας διάφορες εικόνες: σπίτια με θόλους αεροστεγώς κλεισμένους και ανθρώπους ενός άλλου «τώρα». Δεν συναντά γνωστές εικόνες, όμως αναζητά να ξανανιώσει το αεράκι της άνοιξης στο πρόσωπό του. Θέλει να επιστρέψει στη γη. Εκεί που η ουσία του είχε διατηρήσει τις μνήμες της. Στο χωριό του. «Η καλή μου τύχη και πιο πολύ ο καημός μου για τη γη με ξανάφεραν πίσω». (σελ. 92)
Ένας «γίκος» από εικόνες του χωριού η αφήγησή του, σαν κέντημα ζωής πλουμιστό από τα αλληλοβοηθούμενα χέρια των γυναικών δίπλα στη λάμπα ή κάτω από το φως των αστεριών το θέρος. «Έφευγαν, στο ξεφλούδισμα του σπάρτου, τα γέλια και τα τραγούδια τους ν’ ανταμώνουν τα μυριάδες αστέρια του χαμηλού ουρανού». (σελ. 95)
Με θλίψη, νοσταλγία και ποίηση περιγράφει τη ζωή στο χωριό. Μικρά σπιτάκια με άνθη στις αυλές στεγάζουν τους χωριανούς. Ζουν με αποστασιοποίηση από την περιττή ύλη, έχοντας μόνη έκπληξη στην καθημερινότητά τους τη διαδοχή των εποχών, που τους οδηγούσε στην αρμονική συνύπαρξη ανθρώπων, φυτών και ζώων. Αυτή η φυσική σχέση αποτυπώνεται στις σελίδες του. Ωστόσο, η ομιλία/γλώσσα πρωταγωνιστεί. Δεν αφήνει καμία εκφορά του λόγου που δεν αναλύει. Λέξεις, παροιμίες, τραγούδια, δημώδης ποίηση και γυναίκες γίνονται η ποίηση στη γραφή του. Γυναίκες, που με λέξεις τραγουδούν και με ποικιλόχρωμες κλωστές κεντούν τη φύση, τη ζωή και τον θάνατο. «Οι ποικιλμοί και οι αναπαλμοί της ομιλίας, κυρίως των γυναικών, αγαλλίαζαν την ακοή και την ψυχή. Η εκφορά και η ουσία ταίριαζαν ίσως ιδανικά σ’ ένα ευφρόσυνο αμάλγαμα. Όταν μιλούσαν εκείνες οι γυναίκες, νόμιζες ότι κάποιος ουράνιος υποβολέας τούς ψιθύριζε τα λόγια». (σελ. 101-102)
Αυτή η απομάκρυνση των ανθρώπων του χωριού από τον προηγούμενο τρόπο ζωής τούς έκανε ευάλωτους στις χειραγωγήσεις.
Η γλώσσα γίνεται το εργαλείο με το οποίο ο Σωτήρης Δημητρίου ζωγραφίζει/κεντά τη ζωή. Μερικές φορές με δάκρυα και άλλες με τον ήχο της χαράς στις λέξεις. Η σπορά, το θέρος, η γέννα και ο θάνατος μπολιάζουν με λέξεις την επίγνωση πως όλα πεθαίνουν και ξαναγεννιόνται. Υψηλή τέχνη της έκφρασής της, τα μοιρολόγια. Με τραγούδια της ζωής και του θανάτου οι ζώντες στέλνουν χαιρετίσματα στους άλλους νεκρούς, βγάζοντας φωτογραφίες με τον νεκρό τους πριν απ’ την ταφή. «Ήξεραν να πενθούν γιατί ήξεραν και να χαίρονται, ήξεραν να μοιρολογούν, γι’ αυτό και τραγουδούσαν». (σελ. 105)
Το βλέμμα και η πένα του Σωτήρη Δημητρίου αφηγούνται δίνοντας στοιχεία λαογραφικής αξίας. Οι κύκλοι της «χωριανικής» ζωής, μας λέει, είναι ισχυρά συνδεδεμένοι με τη γη και τον ήλιο, δημιουργώντας στους χωριανούς ψυχική σταθερότητα και διεύρυνση του χρόνου. Διεύρυνση της ίδιας της ζωής, καθώς ποικίλλει από τις διαφορετικές εντάσεις του φωτός. Ακόμη και οι παροιμίες στηρίζονται στις θέσεις του ήλιου, με αναφορές στις γήινες εργασίες. Οι εορτές αγίων προστίθενται επίσης στο μοίρασμα του χρόνου, σαν λατρεία δύο αλληλένδετων θρησκειών – της φύσης και του Θεού. Η παρουσία των αγίων και του Θεού στις προσευχές δίνει στους ανθρώπους του χωριού δύναμη και προσδοκίες, εναποθέτοντας στη μοίρα την ευθύνη της κακοτυχίας, φέρνοντας έτσι την παρηγοριά της «αθωωτικής βεβαιότητας». Ο Θεός εμπλέκεται σε όλα όσα θέλουν και προσδοκούν. Ο ίδιος ο συγγραφέας παραδέχεται, με σεβασμό προς τους συγχωριανούς του για τη σύνδεσή τους με τον Θεό, πως δεν ζυμώθηκε με αυτή την καθημερινή σχέση, γι’ αυτό δηλώνει αγνωστικιστής. «Κατάσταση που κολάκευε την επιφάνεια της νοήσεώς μου, αλλά άφηνε αθεράπευτα τα μύχια της ψυχής μου». (σελ. 110)
Και συνεχίζει: Λόγος ποιητικός τρέφει την ψυχή τους και η σιωπή που «κεντιέται» από τους ήχους της φύσης τούς συνδέει με τους ήχους του ουρανού, κι έτσι «φυτρώνει» το τραγούδι στο στόμα τους. Τραγουδούν όταν σπέρνουν, αλλά και όταν μαγειρεύουν την τροφή τους. Τα μοιρολόγια, μια αστείρευτη πηγή, «ακένωτο βιρό», τραγουδούν τον βαθύτερό τους πόνο. Ομιλίες και συνομιλίες –ιδιαιτέρως των γυναικών– ηχούν σαν ρέουσα ποίηση, η οποία εκφραζόταν διαφορετικά ούσα ταυτόχρονα πανομοιότυπη. Δεν υπήρχε ατομικότητα στη «χωριανική» ζωή, ούτε ο προς τα πάνω διαχωρισμός – πλούτος, ικανότητες, ενδυμασία, λεκτική υπεροχή. Κι αν υπήρχε, όπως η ομορφιά, ήταν ένα φυσικό γεγονός που έδινε χαρά και ελευθερία. Το κάθε αμπέλι και χωράφι –πάντα όμοιο και ποτέ ίδιο– κρατούσε τους ανθρώπους όλο τον χρόνο μέσα του, με μια μυστική δρώσα δύναμη που γύμναζε το σώμα και το πνεύμα. Η ανακουφιστική επαφή με τη φύση ευλογημένα κούραζε το σώμα, γαλήνευε το πνεύμα και, όταν ερχόταν η ώρα, με την αναπνοή αναχωρούσε και η ψυχή. Ανάλαφρη! Παροιμίες και δημώδης ποίηση παρεμβάλλονται συνεχώς στην αφήγησή του, επιβεβαιώνοντας τις αναλύσεις του, κάνοντας ταυτόχρονα τη ζωή στο χωριό να προβάλλει σαν ο φυσικός χώρος ύπαρξης του ανθρώπου, σαν θαύμα το ταίριασμά του με αυτήν, προσφέροντας μια καθημερινότητα γεμάτη εκπλήξεις της «πάντα άγουρης και ταυτόχρονα πολύχυμης ζωής».
Η ιεραρχία, υπαρκτή στο χωριό, φαινόταν στους χορούς. Πρώτοι ήταν οι γέροντες που τους έσυραν, αναδεικνύοντας τη δεξιότητα και τον χαρακτήρα τους. Έθιμα του χωριού, προσαρμοσμένα στην εκάστοτε εποχή και ηλικία, δημιουργούσαν στον καθένα τη βεβαιότητα της ύπαρξής του. Γέννηση, γάμος, θάνατος. Οι βεβαιότητες αυτές και η απουσία αμφιβολιών έδιναν την ελευθερία της διάθεσης του εαυτού τους στις χαρές της ζωής, την ετοιμότητα στο απρόοπτο και την ανθεκτικότητα στο κακό. Στον θάνατο. Παράλληλα, μέσα από τη γλώσσα και την εσωτερική τους ενθεότητα παρέμεναν άρρηκτα συνδεδεμένοι με τον ουρανό, ενώ η γλώσσα καθημερινώς εμπλουτιζόταν από νέες, αβίαστες γλωσσικές μορφές. Η διάφανη ησυχία του τοπίου έφερνε το φτερούγισμα πουλιών, το σπάσιμο κλαδιών, τις φωνούλες των γυναικών που κορφολογούσαν, κλάδευαν, έβοσκαν τα γίδια τους – και όλοι αυτοί οι διασταυρούμενοι ήχοι πλημμύριζαν από το νόημα και την ομορφιά της δημιουργίας. Οι «χωριανικοί» άνθρωποι δεν είχαν επίγνωση της αξίας αυτής της ζωής και αυτό αύξανε τη φυσικότητα και το ταίριασμά τους με τη φύση.
Αυτή η χαμένη καθημερινότητα δυσκόλεψε την προσαρμογή όσων ξενιτεύτηκαν σε συνήθειες μιας άλλης πατρίδας. Δεν είχαν πώς να βολέψουν σώμα και ψυχή. Το ίδιο ένιωσαν και αυτοί που άφησαν τα χωριά και κατέβηκαν στις μεγάλες πόλεις. Ο συγγραφέας, συνεχίζοντας, εντοπίζει και την αποξένωση από τον πλούτο αυτής της ζωής που έφερε η εθνική εκπαίδευση. Αναφέρει πως με την παγίωση του νεοελληνικού κράτους και την εισβολή της εθνικής εκπαίδευσης, τα χωριά έπαψαν να παράγουν πολιτισμό. Στα σχολεία, με τη βίαιη παρέμβαση των δασκάλων η μητρική γλώσσα, με πλούτο λέξεων που γέννησε η ζωή, εκδιώχτηκε. Δεν άφησαν ούτε μια ρίζα από αυτόν τον λαϊκό πολιτισμό. Καμιά καινούργια λέξη σε αυτά τα παιδιά δεν έκλεινε μέσα της τον άνεμο. Πώς μπορεί άραγε να εγκλωβιστεί και να καλουπωθεί ο ήχος από το κελάηδισμα των πουλιών; Αυτό είναι και η ομιλία των ανθρώπων, το κελάηδισμά τους. Αυτό το κελάηδισμα άκουγε ο Σωτήρης Δημητρίου από τη μάνα του και τις υπέργηρες χωριανές όταν συνομιλούσαν και, ενώ αισθανόταν τη ξεγνοιασιά των παιδικών του χρόνων, άγγιζε ταυτόχρονα μια μακρινή ολότητά του. Η σχολική μόρφωση είχε εκτοπίσει το όλον. Η ξένη γλώσσα των σχολείων μάρανε τους ανθούς της αβίαστης γλώσσας. Η καθολική αυτή εκπαίδευση έγινε ένα ψαλίδι στη «χωριανική» έκφραση.
Αναφέρεται στην αστυφιλία λέγοντας πως οι κάτοικοι του χωριού εγκαθίστανται μόνο σε φτωχικές και απομακρυσμένες περιοχές. Μακριά από τα σχολεία γεννούν έναν ενδιαφέροντα λόγο, όμως χωρίς αθωότητα και αφέλεια. Επειδή γλώσσα και τρόπος ζωής συμβαδίζουν, η αστικοποίηση εμφανίζεται όχι μόνο στις πόλεις, αλλά ποτίζει και τους ίδιους. Σιγά-σιγά χάνουν τις δεξιότητές τους αγοράζοντας τα πάντα έτοιμα. Συντηρούν το κρατικό φορολογικό σύστημα, το οποίο κερδίζει από τα πανομοιότυπα υλικά που παράγει. Στις πόλεις μειώνονται και οι πηγές της γλώσσας. Γίνεται πτωχή και ρηχή, σε αντίθεση με τη συνεχή διεύρυνση της εκπαίδευσης. Αυτή η στέρηση έκφρασης γέννησε την αναντιστοιχία σκέψεως, συναισθήματος και εκφοράς λόγου. Αυτή η απομάκρυνση των ανθρώπων του χωριού από τον προηγούμενο τρόπο ζωής τούς έκανε ευάλωτους στις χειραγωγήσεις. Χωρίς την ομορφιά του γλωσσικού τους πλούτου διηγούνται λιγότερο, καθώς γλώσσα και ψυχική διάθεση βρίσκονται σε ένδεια.
Οι διαφορετικές μέρες χάνονται στις πόλεις. Όλες γίνονται η επανάληψη της προηγούμενης. Όπως οι κάτοικοι των πόλεων βασανίζονται, αλλά και χαρακτηρίζονται από την «ακόρεστη μέριμνα της ατομικής ανόδου», η ατομική και περιουσιακή προβολή ωθεί και τους χωριανούς να χάσουν τον δικό τους ανεκτίμητο πλούτο, χάριν των μετρήσιμων υλικών. Ο ανταγωνισμός γεννά εξαρτήσεις και υποβόσκουσες κακίες, καταρρακώνοντας και αποκαλύπτοντας τα νέα πρόσωπά τους. Δεν αλλάζουν μόνο τα άτομα, αλλάζουν οι περιοχές, οι πόλεις, τα χωριά. Μετονομάζονται. Άτομα και πόλεις παύουν να είναι αυτόφωτα. Η αφήγησή του χωρίς κενά γίνεται μια κοινωνική διαδρομή από το χωριό στις πόλεις, όπου γλωσσικές και συναισθηματικές στερήσεις, μέσα σε νέα κοινωνικά και εμφανισιακά πλαίσια, κάνουν τους πάντες πληκτικά ίδιους και ανήσυχους. Φυλακισμένους. Κι όσο μεγάλωνε η ομοιότητά τους, ανάλογα αύξανε και η εχθρότητά τους.
Στην αφήγησή του δεν λείπουν τα «κοινωνικά φροντιστήρια». Υπάρχουν σαν πληγή. Δεν θέλει να θυμάται πως μετά την Κατοχή, εκεί που πήγαν να πάρουν ανάσα, ήρθαν οι αυτόκλητοι σωτήρες, αντάρτες κομμουνιστές, να μάθουν «σε πολύπειρους και πολύπαθους που σε καιρό ειρήνης είχαν υψηλότατο επίπεδο πολιτισμού, γηγενές, πολύριζο και πολύκλαδο». (σελ. 126).
Ο πόνος του συγγραφέα για τα χωριά που εγκαταλείφθηκαν δεσπόζει. Χωριά, που το χώμα τους στάθηκε γόνιμο και αρκετό να τους θρέψει στα χρόνια της Κατοχής. Δεν αρνείται την πρόοδο και την εξέλιξη των χωριανών, δεν δέχεται «το ταξίδι» που τους οδήγησε να χάσουν την ταυτότητά τους. Γλώσσα, ονόματα, συνήθειες, φυσική ζωή. Δεν του αρέσει και ο δικός του απολεσθείς παράδεισος των ήχων της γλώσσας και των τραγουδιών της.
Αναφέρεται στη ζωή των μεγάλων πόλεων εστιάζοντας και στην «απαγόρευση» της έκφρασης αρνητικών συναισθημάτων πένθους, θλίψης, σαν ένδειξη αδυναμίας – συναισθήματα, που αν εκφραστούν δυναμώνουν την ψυχή και αν καταπιεστούν την τραυματίζουν και στο τέλος τη νεκρώνουν. Η συναισθηματική στέρηση του ατομικιστή. Με αυτές τις χαμένες συνήθειες γυρνούσαν στους δρόμους των πόλεων σκυφτοί και κατσουφιασμένοι. Στο χωριό υπήρχε ευτυχία και δυστυχία. Στις πόλεις η ανέφικτη ευτυχία γίνεται συσσωρευμένη δυστυχία. Κοιτούν ψηλά μόνο όταν πρέπει να δουν τον στόχο. Όχι μόνο να του μοιάσουν, αλλά και να ξεχωρίσουν. Να γίνουν κάποιο ξέπνοο αντίγραφο. Αναφέρεται και στη φυγή τους που έγινε μαζικά, μετά το ’50, αλλά και στην ντροπή που ένιωθε όταν στην πόλη, παιδί τότε, έπαιρνε το καλάθι της μάνας του, αταίριαστο στη μιμούμενη τη Δύση κοινωνία. Καλάθι, που περιέκλειε τη ζωή στο χωριό, κάνοντας την κάθε ημέρα να μοιάζει μ’ ένα διαφορετικό ταξίδι, που τελείωνε με τον γλυκό/ευεργετικό ύπνο της σωματικής κούρασης.
Συνεχίζει τις κατηγοριοποιήσεις της κοινωνίας στις πόλεις και εκφράζει θυμό για την περιθωριοποίηση των γερόντων σε γηροκομεία και την ανάθεση της φροντίδας τους σε βοηθούς, ενώ τα θυμωμένα βλέμματα των παιδιών τους γίνονται η αιτία συμμόρφωσής τους. Αναφέρεται και στην αλλαγή του χαιρετισμού στις πόλεις. Δεν υπάρχει! Έτσι γίνεται αντιληπτό πως είσαι από χωριό – από τις πολλές «καλημέρες» που λες, προσθέτει. Αυτοί, έχοντας υποκύψει στον δυνάστη χρόνο τρέχουν να προλάβουν, μοιάζουν να μη βρίσκονται στο παρόν, όντες καταδικασμένοι να τους διαφεύγει η ομορφιά και η έκπληξη της στιγμής. Ακόμη και οι γέννες άλλαξαν στις πόλεις. Γίνονται με ραντεβού, κι οι γυναίκες έχουν χάσει την ύστατη κραυγή της γέννας του παιδιού τους. Όλες οι κραυγές έχουν εκλείψει στις πόλεις. Και της ηδονής!
Ωστόσο, η ζωή στις πόλεις συνεχίζεται με τυχαίες συναντήσεις. Αυτό γίνεται η νέα κοινωνικότητά τους, διανθισμένη με διάφορες τελετές σε παράκρουση επίδειξης. Η αδιαφορία του ατόμου για το γενικό καλό και η άκρατη ατομικότητα και σπουδαιότητα της ύπαρξής του το απομακρύνει από τη συλλογική παρουσία του. Και ο χρόνος, κομματιασμένος, να είναι το πιο ακριβό προϊόν. Η περιγραφή του Σωτήρη Δημητρίου γίνεται μια βαθιά και ανάγλυφη εικόνα του ατόμου. Προβάλλει τα αίτια της σύγχρονης κοινωνίας, που ζει το άγχος μιας εκβιασμένης κοινωνικότητας, γεμάτης από το βουητό μιας βάρβαρης μουσικής ή μιας ανούσιας φλυαρίας και την έλλειψη της πολύτιμης σιωπής.
Στο χωριό υπήρχε ευτυχία και δυστυχία. Στις πόλεις η ανέφικτη ευτυχία γίνεται συσσωρευμένη δυστυχία.
Οι μεγάλες πόλεις διευρύνονται. Γίνονται μεγαλουπόλεις. Θέλουν όλοι να χωρέσουν στο ίδιο μέρος. Η εκπαίδευση γίνεται ένα τεράστιο βάρος στους ώμους των παιδιών. Χάνεται η χαρά από το βλέμμα τους, ενώ των γονιών γίνεται άχρωμο και λυπημένο από το άγχος της ζωής. Αργότερα, στις πόλεις εμφανίζονται οι οικονομικοί μετανάστες. Οι πρώτοι προσέφεραν κρύβοντας μίσος στη δήθεν ταπεινότητά τους. Αργότερα, τα παιδιά τους κάνουν το ίδιο. Μια άγρια ζωή γονιών και παιδιών και όλων εκείνων, έγχρωμων ή μη, που έρχονταν στην Ελλάδα τον εικοστό αιώνα να μιλήσουν τη νέα γλώσσα, ν’ αποκτήσουν νέες συνήθειες και σε αντάλλαγμα να χάσουν τις δικές τους.
Αυτή η αλλοίωση ηθών, συνηθειών και γλωσσών, η τεχνολογία στην εκπαίδευση και στην καθημερινότητα όλων, η άκρατη ατομικότητα και η άρρωστη φιλοδοξία, έφερε μια νέα εικόνα στην επιφάνεια. Ενός ανθρώπου ρηχού, χωρίς συναισθήματα βαθιά, χαράς και λύπης, να συγκλονίζουν την ύπαρξή του. Έφερε την εικόνα του ανθρώπινου είδους που τελειώνει. «Το κοινό –παγκοσμίως πια– παρελθόν, παρόν και μέλλον, ρήχυνε τη μνήμη, αδυνάτισε την προσοχή και απομάγευσε τις προσδοκίες. Ίσως, το ανθρώπινο είδος φροντίζει να είναι ξεκούραστο ψυχικά για να έχει πιο πολλές πιθανότητες επιτυχίας το μεγάλο ταξίδι. Ίσως, φυραίνει την προγονική του μνήμη για να αφήσουν οι άνθρωποι χωρίς μεγάλο πόνο τη γη». (σελ. 157)
Ο Σωτήρης Δημητρίου, με παρρησία και ειλικρίνεια, απλώνει με αγάπη, συμπόνια και θλίψη την πορεία του από το χωριό στις πόλεις, περιγράφοντας ταυτόχρονα την αλλαγή όλης της Ελλάδας από την Κατοχή, τον Εμφύλιο και μετά. Αναφέρεται και στην παγκόσμια αλλαγή της ανθρωπότητας, που χάνει την ουσία και χαρά της ύπαρξής της και γίνεται θύμα της ατομικής κοινωνικής ανέλιξης και της απόκτησης της ύλης. Μια θλιβερή διαδρομή γεμάτη ποίηση και πόνο για την «ανθρωπιά» που χάθηκε από τον σύγχρονο άνθρωπο, ο οποίος χωρίς ρίζες πια και χωρίς ψυχικό πλούτο ακολουθεί μοναχικό δρόμο σαν ένας «πτωχός» συνοδοιπόρος της εξέλιξης, μέχρι το τέλος του.
Εκδόσεις Πατάκη
Ημερομηνία: 29.5.2021
Πηγή: diastixo.gr