Η Ελένη Μουσαμά στο βιβλίο της με τον τίτλο, «το Όνομα και η Μορφή», εκδόσεις Φίλντισι, απλώνεται μέσα σε τριάντα οκτώ διηγήματα για να εξιστορήσει τη ζωή.
Επιλέγει την μικρή φόρμα αφήγησης, κάνοντάς την μερικές φορές ακόμη μικρότερη, με αποτέλεσμα κάθε ιστορία της να εμφανίζεται σαν ένα φωτογραφικό κλικ που απαθανατίζει τη στιγμή, ενώ ταυτόχρονα την διασώζει στο χρόνο. Και τηρώντας, κάποια χρονολογική εξέλιξη στο σύνολο των αφηγήσεων της, τις στιγμές αυτές, τις αφήνει να παρουσιάζονται σαν ένα φωτογραφικό άλμπουμ. Σαν ένα κολλάζ από στιγμιότυπα ζωής.
Μέσα σε αυτό υπάρχουν: ο ψευδομάρτηρας, η Θεία Κάτε, το σκήνωμα του Αγίου που εντυπωσιάζει αλλά και φοβίζει ένα παιδί, η μονοκατοικία με τον κήπο στο Παγκράτι, ένα θαύμα στη Θάλασσα, οι Κυριακές μετά την εκκλησία, ιστορίες από το χωριό, το δυάρι στα Πατήσια, η μαγεία στη χιονισμένη έρημο, η τηλεοπτική σειρά της γιαγιάς «Άγνωστος Πόλεμος», αφηγήσεις της εφηβείας, η Πλατεία Αμερικής, η τρελοπαρέα των φοιτητικών χρόνων, οι μεταφυσικοί πειραματισμοί, οι δραστικές αλλαγές στην εμφάνιση και η σύγχυση που επιφέρει η μη ταυτοποίηση του καθρέπτη, παιδικές σκανδαλιές και το σπίτι του τρελό Σταμάτη, ένας αταίριαστος γάμος, μια θεατρική αυλαία που πέφτει ετεροχρονισμένα… αλλά και παρατηρήσεις και στοχασμοί μιας αργότερα πιο ώριμης ηλικίας για το χρόνο και τη ζωή που πέρασε και περνά.
Στις ιστορίες της, ο χρόνος πρωταγωνιστεί επίσης, μέσα από τα στέκια και τις συνήθειες, κάνοντας κάθε φορά εμφανή τη συγκεκριμένη εποχή στην οποία η συγγραφέας αναφέρεται. Στέκια και συνήθειες, όπου μέσα τους δρουν οι ήρωές της. Κάποιοι από αυτούς κουβαλούν στο τώρα τη δική τους εποχή όντες ψυχικά, σωματικά και πνευματικά τραυματισμένοι, και τότε, οι ιστορίες γίνονται πιο μικρές. Γρήγορες. Σαν βιαστικά βλέμματα της Ελένης Μουσαμά, πάνω τους. Σαν να θέλει να τους προσπεράσει. Σαν να θέλει να μην τους θυμάται.
Και άλλοτε πάλι, η αφήγησή της, αφήνεται να επιπλέει στις αράδες της σαν ένα παραμύθι -δείχνοντας και τη σχέση της με το παιδικό βιβλίο- χρωματισμένη από τα ανάλογα κάθε φορά συναισθήματα και τον ρεαλισμό να φθάνει ενίοτε στα άκρα.
Η ίδια, στέκοντας λιτή στην περιγραφή της, αφήνει τον αναγνώστη ν΄ αναγνωρίσει και παρόμοιες δικές του στιγμές, επιτρέποντάς του ταυτόχρονα να παρεμβαίνει, να τις συμπληρώνει και να γίνεται μέρος τους. Επίσης, έχοντας και την απλότητα να χαρακτηρίζει τη γραφή της, προσθέτει εγγύτητα και οικειότητα στην εξιστόρησή της, κάνοντας τον αναγνώστη να νομίζει πως συζητά με την καλύτερή του φίλη για γεγονότα που έζησαν μαζί.
«Να, πως έγινε» τιτλοφορεί ένα διήγημά της και τότε ο αναγνώστης γίνεται ένα δένδρο που ριζώνει, ανθίζει και καρποφορεί από το παιχνίδισμα του αέρα στα κλαδιά του, μέχρι -ο άνεμος- να φύγει για να παίξει σε άλλου δένδρου τα φυλλώματα. Έτσι όπως και ο αυτός σαν άνεμος θα γυρίσει τις σελίδες για να σταθεί στο επόμενο διήγημά της.
Αισθητή γίνεται και η εικαστική προσέγγιση του βιβλίου, έχοντας κορμούς γυμνούς και κλαδιά σε μαύρο χρώμα διάσπαρτους εσωτερικά του βιβλίου και σε κόκκινο στο εξώφυλλο να πλαισιώνουν και να προσθέτουν σκέψεις και εικόνες στις αφηγήσεις του, «το Όνομα και η Μορφή» της Ελένη Μουσαμά, από τις εκδόσεις: Φίλντισι.