«Άντρες, γυναίκες και παιδιά είχαν κρεμαστεί στα μπαλκόνια τους χωρίς σχόλια, σαν να παρακολουθούσαν διαφημιστικές σκηνές απ’ τη Δεύτερη Παρουσία». (σελ. 112)

Παραμονές Χριστουγέννων του 1981, σε ένα διαμέρισμα επί της οδού Κλεμανσώ γράφεται η πρώτη σελίδα του βιβλίου Ο μεγάλος θανατικός και κατά σύμπτωση –στην υπόθεση του βιβλίου– παραμονές Χριστουγέννων σε μια βίλα στα βόρεια προάστια, στη Νέα Ερυθραία, γράφεται η τελευταία.

 

Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, ένας ακρωτηριασμένος άνδρας χωρίς πόδια, θύμα τροχαίου – πριν από δεκαοκτώ χρόνια, ένα αυτοκίνητο της αρχιεπισκοπής, με τέσσερις μητροπολίτες που κουτσομπόλευαν και με τεκνό οδηγό, τον κόλλησε στον τοίχο της Μονής Πετράκη, με αποτέλεσμα να του αφαιρέσει δύο πόδια και δέκα δάκτυλα. Το θύμα μένει επί της οδού Κλεμανσώ με τον αδελφό του. Έναν μαθηματικό με πρακτικό πνεύμα, αλλά χωρίς ίχνος ευφυΐας. Ο ίδιος, αν και καθηλωμένος στο αναπηρικό του καροτσάκι, αναδεικνύεται πιο δραστήριος από τους αρτιμελείς. Χωρίς πόδια και με επτά διαφορετικές φωνές –ύστερα από είκοσι χρόνια αφωνίας–, οι ημέρες του κυλούν παρατηρώντας τα απέναντι διαμερίσματα και καταστρώνοντας σχέδια για τους ξεχωριστούς ενοίκους τους. Ένας κόσμος σουρεάλ ζει γύρω του και θέλει όλους να τους εξοντώσει.

Σαν τον Μεγάλο Ανατολικό, ταξιδεύει το βλέμμα του στους ενοίκους των απέναντι διαμερισμάτων εμφυτεύοντάς τους δολοφονικές εντολές. Με μακιαβελικό μυαλό σκαρώνει σκανδαλιές και θανάσιμες φάρσες, σαν κάτι μεταξύ Χοντρού-Λιγνού, Σαρλώ και γελοιογραφιών. Με κυνικότητα, θέλει να τους ανατινάξει όλους. Σε αυτό τον βοηθούν και οι 150 αφρικάνικες βιολέτες και ο «κούριερ» εκείνης της εποχής, ο οποίος αναλαμβάνει να τις παραδώσει. Μεταφέρουν επάνω τους τη σατανική του σκέψη/επιρροή, που θα κάνει τους παραλήπτες υποχείριά του, προκειμένου να φέρουν το χάος εκ μέρους του. Όμως, ένα ανθρώπινο ραντάρ, η δεκαπεντάχρονη γαλανομάτα κακούργα Ελπίδα Γιαρμάς, ακυρώνει πολλά.

Μια παρωδία με ραδιόφωνα, υπουργούς και τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων εκτυλίσσεται στην πόλη, με σκηνές από ταινίες Ταραντίνο και Κουστουρίτσα να εμφανίζονται συνεχώς προκαλώντας άφθονο γέλιο στον αναγνώστη.

 

Μέσα της κρύβει το τραγικό πίσω από μια γενναία δόση ιλαρότητας, διατηρώντας ωστόσο την τρυφερότητα και την ανθρωπιά της.

 

Ο Γιάννης Ξανθούλης πριν από σαράντα χρόνια κάνει την είσοδό του στο μυθιστόρημα με τον Μεγάλο θανατικό. Πληθωρικός, γεμάτος κέφι, σατανική έμπνευση και πλούσια πλοκή, μέσα στις σελίδες αυτού του πρώτου του βιβλίου θέτει το σπέρμα μιας κοινωνίας που άλλοτε θα εμφανιστεί στις σελίδες των μετέπειτα βιβλίων του και άλλοτε θα αποτελέσει θέμα ιστοριών των ραδιοφωνικών του εκπομπών.

Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου μάς συστήνεται: πληθωρικός, ευφυής, σκανδαλιάρης, με μαύρο χιούμορ και απολαυστικός, αφηγείται σε ύφος γκροτέσκο, ειρωνεύεται, καυτηριάζει, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται γεννώντας μια αναγνωρίσιμη και τόσο αγαπητή γραφή, τη δική του. Μια γραφή που αποδεικνύει όχι μόνο ότι αυτό το πρώτο μυθιστόρημά του ήρθε για να μείνει, αλλά πως ακόμη και τώρα –ύστερα από σαράντα χρόνια– η πένα του διαθέτει το ίδιο σφρίγος και φρεσκάδα, είναι αναλλοίωτα σπιρτόζα, όπως ακριβώς παρέμεινε και ο ίδιος, με την ίδια ακούραστη, ενδιαφέρουσα, πικάντικη, ειρωνική, ανατρεπτική, δολοφονικά ανθρώπινη έκφραση στη ματιά του. Και όντας εξαιρετικά εμπνευσμένος, μέσα από μια ασυνήθιστη και ευρηματική πλοκή κατακτά τον αναγνώστη. Ονόματα ξεχωριστά, επιτυχημένες παρομοιώσεις και επίθετα έρχονται να δείξουν τη δυνατότητά του να διαχειρίζεται τη γλώσσα σαν να είναι ένας εύπλαστος πηλός οικείος, όπου γείτονες, φίλοι, συγγενείς, συνήθειες και σχέσεις θα πάρουν σάρκα και οστά για να απεικονίσουν τη σουρεάλ, ελληνική κοινωνία.

Μια κοινωνία ιδιαίτερη, η οποία θα εγκατασταθεί έκτοτε μόνιμα στις σελίδες των βιβλίων του. Μέσα της κρύβει το τραγικό πίσω από μια γενναία δόση ιλαρότητας, διατηρώντας ωστόσο την τρυφερότητα και την ανθρωπιά της. Οι πρωταγωνιστές του, σαν φιγούρες του Μποστ, στήνουν χορό στις σελίδες, με τη μεταφυσική να κινεί αόρατα τα νήματα της ζωής τους, ενώ μοναδικές παρομοιώσεις και αναφορές δίνουν μια ξεχωριστή πινελιά στους χαρακτήρες τους. Ήρωες ξεχωριστοί και οικείοι, σαν καρικατούρες της πραγματικότητας, κυκλοφορούν στις αράδες του βιβλίου και γίνονται η υπογραφή του Γιάννη Ξανθούλη, κάνοντας από τότε τη γραφή του αναγνωρίσιμη. Επίσης, ο κινηματογράφος, η μουσική, η πολιτική και η τηλεόραση εμφανίζονται στο βιβλίο του αποτυπώνοντας όχι μόνο την εποχή όπου Ο μεγάλος θανατικός γράφτηκε, αλλά και για να αποτελέσουν τους σημαντικότερους πυλώνες, πάνω στους οποίους ο Ξανθούλης θα στηρίξει όλες τις δραστηριότητές του. Γραφή και ραδιόφωνο.

Και μέσα από όλο αυτό το σουρεάλ και εξωπραγματικό, ο Γιάννης Ξανθούλης ξέρει πώς –χωρίς να γίνεται μελό– να μας συγκινεί. Ξέρει πώς, με τρόπο γκροτέσκο, με χιούμορ και αριστοφανική ματιά, μέσα από τις ανθρώπινες ιλαροτραγωδίες του να περιγράφει όλους εμάς.

Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στους επιζώντες. Του μεγάλου θανατικού; Της ζωής; Ή μήπως του σημερινού μεγάλου θανατικού; Είναι ένας γρίφος του συγγραφέα, τον οποίο δεν μας διευκρινίζει.

Ο Θανάσης Δήμου, έχοντας απορροφήσει το χιούμορ του Ξανθούλη, προσθέτει και το δικό του στα γεμάτα έμπνευση σκίτσα του, δημιουργώντας μια δεύτερη γραφή και ανάγνωση, εξίσου κωμικοτραγική με αυτήν του συγγραφέα. Γιάννης Ξανθούλης και Θανάσης Δήμου είναι το δίδυμο επιτυχίας το οποίο είδαμε να «μεγαλουργεί» το 2019, στο Βιβλικοί ήρωες με χαμηλά λιπαρά, από τις Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.

Ο μεγάλος θανατικός του Γιάννη Ξανθούλη, από τις Εκδόσεις Διόπτρα, είναι ένα βιβλίο απολαυστικό και διαχρονικό· τόσο οι παλαιότερες γενιές όσο και οι νέες, μέσα από την ελληνική κοινωνία του τότε, θα δουν με πολύ χιούμορ τα αδιόρθωτα του τώρα.