Η θαλασσινή αύρα με άρπαξε στην αγκαλιά της και το πουκάμισο φούσκωσε χαϊδεύοντας το κορμί μου. Ανάσανα τη δροσιά της. Μυρωδιά αλμύρας, ανακατεμένη με θυμάρι, βασιλικό και αρμπαρόριζα τρύπωνε στα ρουθούνια μου καθώς χανόμουν στις σκέψεις μου. (σελ. 17)
Ο Βαγγέλης Γονιδάκης στο βιβλίο του με τον τίτλο Δεν είμαι εγώ, τ’ ορκίζομαι μας παρουσιάζει μια συλλογή είκοσι διηγημάτων. Τον τίτλο στο βιβλίο δίνει το δέκατο όγδοο, δείχνοντας πως η θάλασσα μπορεί και τους παίρνει όλους στον βυθό της. Κι ας ξέρουν κολύμπι. Ταξιδευτής της θάλασσας και της ζωής, εναποθέτει στις σελίδες του σκέψεις και εικόνες από στιγμές της δικής του ζωής κι άλλων, που τον διαμόρφωσαν. Τον άλλαξαν. Μέσα σε αυτές, η ζωή εμφανίζεται σαν ένα ταξίδι. Με πλούτο λέξεων και ταυτόχρονα με απλότητα γραφής γίνεται λυρικός, ποιητικός, με το θαλασσινό στοιχείο να πρωταγωνιστεί, να νοτίζει με την αλμύρα του πολλές από τις αφηγήσεις, που διαπνέονται από μοναξιά και νοσταλγία. Ανεπιτήδευτοι κι αυθεντικοί οι ήρωές του, ανατέλλουν και δύουν στα διηγήματά του έχοντας διαγράψει τη δική τους τροχιά.
Με την αμεσότητα και τη ζωντάνια της γραφής του, κάνει συχνά τον αναγνώστη να νιώθει πως είναι κι αυτός μέρος των ιστοριών του. Μέσα σε αυτές, άνθρωποι σαν κύματα έρχονται και χάνονται. Παραισθήσεις και οπτασίες μπλέκονται μεταξύ τους προμηνύοντας τον θάνατο, με τα πουλιά να γίνονται και αυτά άγγελοι του θανάτου, ενώ μια βάρκα μοιάζει να είναι αρκετή για τη ζωή και τον θάνατο. Εικόνες ομορφιάς και συναισθημάτων δείχνουν την τρυφερότητα του βλέμματός του στους ανθρώπους, στη φύση, στη ζωή. Παρατηρεί και περιγράφει ακόμη και τα χέρια τους. Τον κάνουν να καταλαβαίνει τον μόχθο, τη δουλειά, την αγάπη που πήραν, έδωσαν ή ακόμη αναζητούν. Χέρια που σαν κορμιά νιώθουν, δουλεύουν, αγγίζουν, πεθαίνουν. Χέρια που σαν σκαριά ταξιδεύουν και παλεύουν τη ζωή.
Η αγάπη για τη φύση είναι έκδηλη στις εξιστορήσεις του, με το υγρό στοιχείο να υπάρχει σχεδόν παντού. Κι η θάλασσα κατέχει εξέχουσα θέση και με όσα μπορούν να σε φέρουν στην αγκαλιά της. Το νερό, τα βατράχια, η βάρκα, το καρνάγιο, ο βάλτος. Πλοία, καράβια κι αναμνήσεις ταξιδεύουν στις σελίδες του, πλοία βουλιάζουν, όπως οι άνθρωποι στον θάνατο, με τριγμούς σαν από ξερόκλαδα και μετά ησυχία. Αλλού, μια απελπισία, μια κραυγή, ένας εαυτός που απογοητεύτηκε, ένας άλλος εαυτός που τον πλησιάζει και θέλει να τον αλλάξει. Ωστόσο, πάντα υπάρχει διαφυγή. Το πλεούμενο, η σχεδία, η σκούνα, η σανίδα. Κι όλοι οι τρόποι μόνο μέσα από τη θάλασσα.
Ανεπιτήδευτοι κι αυθεντικοί οι ήρωές του, ανατέλλουν και δύουν στα διηγήματά του έχοντας διαγράψει τη δική τους τροχιά.
Ο θάνατος υπαρκτός στις αφηγήσεις σαν κομμάτι της ζωής. Κι ο πόνος σε μερικές από τις διηγήσεις του βαθύς. Μοιάζει όλους και όλα να τα αγάπησε. Να του λείψανε. Κι όσο ζούσε. Κι όσο ζούσαν. Κι ας μην τον θυμάται το γερασμένο και χαμένο πια μυαλό τους. Στιγμές ανθρώπινες, ενδοοικογενειακές κάνουν και αυτές την εμφάνισή τους στις σελίδες για να συμπληρώσουν τη γενικότερη εικόνα της ζωής. Ένταση, πόνος θλίψη, γήρας. Αχ, αυτό το γήρας, που σου παίρνει και την ομορφιά και την υπερηφάνεια: Να το τουφεκίσεις. Αυτή είναι η χάρη που πρέπει να του κάνεις. Τα δυνατά πουλιά νικάνε ή πεθαίνουν (σελ. 60). Ο αναγνώστης γοητεύεται από εικόνες, όπου ακόμη και φυτά, πόθος και ρούσκος, μπορούν να μιλούν για τον έρωτα. Μερικές φορές κρυφός και άλλοτε με καρπούς σαν αίμα.
Αποβιβάζομαι από το πλοίο και περπατάω στον παλιό τσιμεντένιο μόλο τραβώντας πίσω μου τη βαλίτσα. Δίπλα απλώνεται η θάλασσα, με τα γαλάζια και τα λέπια της να ασημίζουν στο φως του ήλιου (σελ. 73). Νόστιμον ήμαρ. Η επιστροφή.
Στο σύνολό τους τα διηγήματα αυτά είναι αφηγήσεις ενός ατόμου, που η ηλικία τού επιτρέπει να γυρίζει στα παιδικά του χρόνια, να θυμάται και να κάνει τον απολογισμό και της δικής του ζωής μέσα από τη ζωή των άλλων. Εμφανίζονται ιστορίες των χεριών, των φυτών, των οικόσιτων κι όχι μόνο. Γίνονται ιστορίες μιας άλλης εποχής, που σαν μνήμη και σαν ανάμνηση επανέρχονται ακόμη και τώρα από τη γεύση ενός γλυκού ή ενός μπυράλ ή από το ξεραμένο κλαδί ενός άλλοτε θαλερού φυτού. Γεύσεις και μυρωδιές που φέρνουν την παιδική ηλικία στο τώρα. Γίνονται αφηγήσεις που μοιάζουν και σαν παραμύθια της ζωής: Κολυμπάω στα βαθιά φτιάχνοντας μόνος μου το νόημα της δικής μου ζωής και ζω χωρίς τύψεις, καταλαβαίνοντας τον εαυτό μου, απολαμβάνοντας την αυτονομία, την κυριαρχία και την ηδονή που φέρνει η ανακάλυψη του εαυτού. Το κρασί του καθενός φτιάχνεται από το δικό του σταφύλι και τον δικό του μούστο (σελ. 88). Κι ο άνεμος έχει πάντα κάτι να φέρει, ενώ ο ουρανός και ο έρωτας βυθίζονται στον ορίζοντά του. Η εφηβεία κι αυτή παρούσα μέσα από το πρώτο μακρύ παντελόνι. Κι ένα διήγημα διαφορετικό, σαν ηπειρώτικο μοιρολόι, «Με σπασμένο φτερό»,αφήνει να φανούν άλλες στιγμές της παιδικής ηλικίας, που τραυματίζουν μια ζωή.
Ο Βαγγέλης Γονιδάκης στο ανά χείρας βιβλίο μάς αφηγείται κύματα αναμνήσεων που μπλέκονται με τα κύματα της θάλασσας κι αφρίζοντας πλάθουν ιστορίες στις σελίδες του. Ένα βιβλίο εσωτερικό, όπου η γραφή μέσα από εικόνες κάλλους «ζωγραφίζει» τη ζωή να λικνίζεται στα κύματα και να χάνεται. Να την παίρνει ο ουρανός κι η θάλασσα.
Δεν είμαι εγώ, τ’ ορκίζομαι
Βαγγέλης Γονιδάκης
Κέδρος
σ. 128
ISBN: 978-960-04-5406-2
Τιμή: 9,90€
Ημερομηνία: 16.10.2024
Πηγή: diastixo.gr