Ηρώ Νικοπολούλου: συνέντευξη στη Τούλα Ρεπαπή
Κυ­ρί­α Νι­κο­πού­λου σας γνώ­ρι­σα μέ­σα α­πό το βι­βλί­ο σας Ο­με­λέ­τα με μα­νι­τά­ρια. Δεν σας κρύ­βω πως πρό­κλη­ση για ε­μέ­να ή­ταν ο Εκ­δο­τι­κός Οί­κος, ο ο­ποί­ος α­πο­τε­λού­σε εγ­γύ­η­ση για την ποι­ό­τη­τα της γρα­φής σας. Και δεν δι­α­ψεύ­στη­κα. Δι­α­βά­ζον­τας εκ των υ­στέ­ρων και το Σαν σε κα­θρέ­πτη, κα­τέ­λη­ξα στο συμ­πέ­ρα­σμα πως οι σπου­δές σας στην Α­νω­τά­τη Σχο­λή Κα­λών Τε­χνών, και η ε­να­σχό­λη­σή σας με την Ζω­γρα­φι­κή έ­χουν ε­πη­ρε­ά­σει πο­λύ το βλέμ­μα σας και την γρα­φή σας. Πό­τε αρ­χί­σα­τε να γρά­φε­τε; και τι προ­η­γή­θη­κε; ο χρω­στή­ρας; ή η πέν­να ;

Δεν μπο­ρώ να πω με βε­βαι­ό­τη­τα. Ό­λα τα παι­διά ζω­γρα­φί­ζουν, α­πλώς ε­γώ ε­ξα­κο­λού­θη­σα και με­τά την κρί­σι­μη καμ­πή της ε­φη­βεί­ας, ο­πό­τε μου έ­μει­νε, εί­χα μια εμ­μο­νή. Α­πό την άλ­λη, ό­ταν ή­μουν μι­κρή έ­λε­γα συ­χνά πα­ρα­μύ­θια στον ε­αυ­τό μου για να κοι­μη­θώ και με­τά συ­νε­χι­ζό­ταν η ι­στο­ρί­α στον ύ­πνο μου κι αυ­τό ή­ταν γο­η­τευ­τι­κό, ή­ταν το μυ­στι­κό μου παι­χνί­δι, έ­νας κό­σμος μο­να­χι­κός, μα­γι­κός και α­προ­σπέ­λα­στος. Άρ­χι­σα να γρά­φω ποί­η­ση (πά­λι στην ε­φη­βεί­α) τα πρώ­τα μου βι­βλί­α ή­ταν ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές και αρ­κε­τά αρ­γό­τε­ρα κα­τα­πι­ά­στη­κα με τον πε­ζό λό­γο. Πα­ράλ­λη­λα πάν­τα υ­πήρ­χε η ζω­γρα­φι­κή, με­σο­λά­βη­σαν και οι σπου­δές στην ΑΣΚΤ. Πάν­τως α­πό έ­να ση­μεί­ο κι έ­πει­τα α­να­πτύ­χθη­καν πα­ράλ­λη­λα.

Η λο­γο­τε­χνί­α και η ζω­γρα­φι­κή πα­ρ’ ό­λο που χρη­σι­μο­ποι­ούν άλ­λα υ­λι­κά έ­χουν και ι­σχυ­ρά κοι­νά στοι­χεί­α ό­πως εί­ναι η ει­κο­νο­πλα­σί­α και η α­τμό­σφαι­ρα. Ο τρό­πος και η ο­πτι­κή γω­νί­α που δι­α­λέ­γω για να φω­τί­σω τα πρό­σω­πα και τις κα­τα­στά­σεις που δι­η­γού­μαι προ­κύ­πτει α­πό το ί­διο βλέμ­μα, που σ’ έ­να πί­να­κα ε­πι­λέ­γει αυ­τό το συγ­κε­κρι­μέ­νο χρώ­μα, ας πού­με, αν­τί ε­νός άλ­λου, αυ­τό το θέ­μα κλπ. Τε­λι­κά το βλέμ­μα. η μα­τιά έ­χει, νο­μί­ζω, κοι­νή εκ­πό­ρευ­ση.
Θα μπο­ρού­σε λοι­πόν να πει κα­νείς πως η έμ­πνευ­ση έ­χει για ε­σάς πε­ρισ­σό­τε­ρους του ε­νός τρό­πους, να εκ­φρα­στεί;

 Αυ­τοί οι δύ­ο δι­α­φο­ρε­τι­κοί τρό­ποι έκ­φρα­σης εί­ναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δύ­ο δι­α­φο­ρε­τι­κοί δρό­μοι έ­ρευ­νας του ε­αυ­τού μου. Δεν πρό­κει­ται για μια τυ­χε­ρή έμ­πνευ­ση που έ­χει δύ­ο τρό­πους έκ­φρα­σης, αλ­λά για έ­ναν αρ­κε­τά σύν­θε­το ψυ­χι­σμό που συμ­πτω­μα­τι­κά μπο­ρώ να τον πλη­σιά­σω με δύ­ο δι­α­φο­ρε­τι­κές α­γω­γές, μί­α υ­λι­κή -την ει­κα­στι­κή και μια πνευ­μα­τι­κή, δι­α­νο­η­τι­κή -την λο­γο­τε­χνι­κή. Ε­άν δεν έ­γρα­φα θα έ­με­ναν ψυ­χι­κά α­λύ­τρω­τα ση­μαν­τι­κά κομ­μά­τια του ε­αυ­τού μου. Ί­σως τα βα­θύ­τε­ρα στρώ­μα­τα. Το λέ­ω αυ­τό, για­τί η λο­γο­τε­χνι­κή α­γω­γή, σε σχέ­ση με την ει­κα­στι­κή, εί­ναι πο­λύ πιο ε­λεύ­θε­ρη και ευ­κί­νη­τη στην ε­ρευ­νη­τι­κή κα­τα­βύ­θι­ση. Αν­τί­θε­τα ό­σον α­φο­ρά στη ζω­γρα­φι­κή και μό­νον η σπου­δή σε μια α­νώ­τα­τη σχο­λή ό­πως η ΑΣΚΤ, σε ο­δη­γεί σε μορ­φές πο­λύ ι­σχυ­ρά ε­πι­κα­θο­ρι­σμέ­νες α­πό την πα­ρά­δο­ση και την εκ­παί­δευ­ση, στοι­χεί­ο πο­λύ­τι­μο μεν αλ­λά ταυ­το­χρό­νως δε­σμευ­τι­κό. Γι’ αυ­τό και αν με ρω­τού­σα­τε ποι­ο εί­ναι το ε­πάγ­γελ­μά μου, θα σας έ­λε­γα αυ­θόρ­μη­τα αλ­λά και με­τά λό­γου γνώ­σε­ως «ζω­γρά­φος», δεν θα σας έ­λε­γα πο­τέ «συγ­γρα­φέ­ας» ή «λο­γο­τέ­χνης» α­κό­μα κι αν που­λού­σαν δε­κά­δες χι­λιά­δες αν­τί­τυ­πα τα βι­βλί­α μου.

  Θα μπο­ρού­σα­με, ω­στό­σο, να α­να­ζη­τή­σου­με κοι­νά στοι­χεί­α, να ψά­ξου­με για δι­α­φο­ρές και ο­μοι­ό­τη­τες α­νά­με­σα στην λο­γο­τε­χνί­α και την ζω­γρα­φι­κή σας;

 Μορ­φο­λο­γι­κά θα έ­λε­γα πως ε­πι­κρα­τούν μάλ­λον οι δι­α­φο­ρές. Στη πε­ζο­γρα­φί­α μου ο τρό­πος έκ­φρα­σης-μορ­φο­ποί­η­σης εί­ναι «πα­ρα­στα­τι­κός», εν­νο­ώ ό­τι χρη­σι­μο­ποι­ώ την ει­κο­νο­πλα­σί­α για τον κοι­νω­νι­κό πε­ρί­γυ­ρο, α­κό­μα και για τον ε­σω­τε­ρι­κό κό­σμο. Αλ­λά δεν α­να­λύ­ω τις κα­τα­στά­σεις, πι­στεύ­ω πως αυ­τό συ­νή­θως εγ­κλω­βί­ζει τον α­να­γνώ­στη στην μα­τιά-ερ­μη­νεί­α του συγ­γρα­φέ­α, α­πλώς τις κα­τα­γρά­φω, δεν βγά­ζω συμ­πε­ρά­σμα­τα, α­φή­νω χα­ρα­μά­δες στο κλεί­σι­μο της α­φή­γη­σης, το τέ­λος δεν εί­ναι α­πο­λύ­τως ο­ρι­σμέ­νο και συμ­πα­γές. Προ­τι­μώ η πι­θα­νή εκ­πυρ­σο­κρό­τη­ση να συμ­βεί στην φαν­τα­σί­α του α­να­γνώ­στη, στη δι­κή του ε­γρή­γορ­ση και συμ­με­το­χή, στον ξε­χω­ρι­στό τρό­πο που θα α­πο­κω­δι­κο­ποι­ή­σει την ι­στο­ρί­α και ό­χι μέ­σα στο κεί­με­νο. Συ­χνά το ί­διο α­νά­γνω­σμα λει­τουρ­γεί δι­α­φο­ρε­τι­κά για τον κά­θε έ­να, για­τί, ε­πι­πλέ­ον, προ­βάλ­λου­με τα δι­κά μας βι­ώ­μα­τα, έ­χου­με άλ­λους μη­χα­νι­σμούς πρόσ­λη­ψης και ε­πε­ξερ­γα­σί­ας.

Αν­τί­θε­τα τώ­ρα στη ζω­γρα­φι­κή μου, θα έ­λε­γα, ό­τι ο τρό­πος έκ­φρα­σης-μορ­φο­ποί­η­σης εί­ναι μάλ­λον πιο α­φη­ρη­μέ­νος και α­φαι­ρε­τι­κός, τα πα­ρα­στα­τι­κά στοι­χεί­α, που α­πο­τε­λούν και τα κλει­διά για να μπο­ρέ­σει να μπει στο έρ­γο ο α­πο­δέ­κτης-θε­α­τής, εί­ναι λι­γό­τε­ρα, το τε­λι­κό α­πο­τέ­λε­σμα κα­θο­ρί­ζε­ται σε με­γά­λο βαθ­μό α­πό τα πλα­στι­κά στοι­χεί­α, που εί­ναι το σχή­μα, το χρώ­μα, η φόρ­μα, η κί­νη­ση, η δι­α­λε­κτι­κή ι­σορ­ρο­πί­α α­νά­με­σα στο κε­νό (φόν­το) και στο πλή­ρες (φι­γού­ρα). Για τον δι­κό μου ε­σω­τε­ρι­κό κό­σμο, για την δι­κή μου έκ­φρα­ση η πε­ζο­γρα­φί­α και η ζω­γρα­φι­κή λει­τουρ­γούν συμ­πλη­ρω­μα­τι­κά. Αυ­τό, φυ­σι­κά, δεν ση­μαί­νει ό­τι εί­ναι α­πα­ραί­τη­το για τον α­πο­δέ­κτη εί­τε του λο­γο­τε­χνι­κού, εί­τε του ζω­γρα­φι­κού μου έρ­γου να γνω­ρί­ζει και τα δύ­ο.
 
Αυ­τό γί­νε­ται αν­τι­λη­πτό α­πό τους θε­α­τές και α­να­γνώ­στες των έρ­γων σας; Δη­λα­δή στη γρα­φή βλέ­πουν τη ζω­γρα­φι­κή; Και αν­τί­στρο­φα;

 Ναι, πράγ­μα­τι συ­χνά α­κού­ω, κυ­ρί­ως στην λο­γο­τε­χνί­α, ό­τι πί­σω α­πό τις λέ­ξεις και τις πε­ρι­γρα­φές φαί­νε­ται η μα­τιά του ζω­γρά­φου. Ά­γνω­στοί μου άν­θρω­ποι έ­χον­τας δι­α­γνώ­σει την ύ­παρ­ξη του ζω­γρά­φου, σε κά­ποι­α δε­δο­μέ­νη ευ­και­ρί­α με ρω­τούν για να το ε­πα­λη­θεύ­σουν. Αλ­λά έ­χει συμ­βεί και το αν­τί­στρο­φο, δη­λα­δή σε εκ­θέ­σεις μου να με ρω­τή­σουν αν γρά­φω, δεν ξέ­ρω α­πό πού μπο­ρεί να προ­κύ­πτει αυ­τό το δεύ­τε­ρο, πάν­τως έ­χει συμ­βεί κά­ποι­ες φο­ρές.

Η δι­πλή αυ­τή δι­α­δι­κα­σί­α -ι­δι­ό­τη­τα προσ­δι­ο­ρί­ζει έ­να με­γα­λύ­τε­ρο ε­σω­τε­ρι­κό πλού­το; ή εί­ναι α­πλά έ­να πιο ε­ξα­σκη­μέ­νο βλέμ­μα;

Ο ε­σω­τε­ρι­κός πλού­τος προ­ϋ­πο­θέ­τει έν­τα­ση και ε­σω­τε­ρι­κές συγ­κρού­σεις, α­παι­τεί προ­σή­λω­ση α­πό τον καλ­λι­τέ­χνη για να μπο­ρέ­σει να ο­δη­γή­σει το υ­λι­κό του σε κά­ποι­ο ου­σι­α­στι­κό-α­να­κου­φι­στι­κό α­πο­τέ­λε­σμα, οι πολ­λα­πλοί τρό­ποι έκ­φρα­σης δια­σπούν αυ­τή την βα­θύ­τε­ρη κα­τα­βύ­θι­ση-εν­δο­σκό­πη­ση που α­παι­τεί­ται, συ­νή­θως δι­α­χέ­ον­ται σε πιο πά­νω ε­πί­πε­δα-πε­ρι­ο­χές. Ο ψυ­χι­κός πλού­τος, που λέ­τε, δεν εί­ναι έ­να εύ­φο­ρο λι­βά­δι α­π’ ό­που συλ­λέ­γου­με καρ­πούς α­βρό­χοις πο­σί, χρει­ά­ζε­ται κό­πο και ρί­σκο για να μπο­ρέ­σουν να α­να­δυ­θούν κομ­μά­τια του. Η ψυ­χι­κή α­νά­λυ­ση και η έκ­θε­ση, τα σκο­τει­νά ση­μεί­α, τα α­δι­έ­ξο­δα και η α­νά­δει­ξή τους εί­ναι το τί­μη­μα. Χρει­ά­ζε­ται ε­πί­σης και η α­πό­φα­ση. Εί­ναι ε­πί­πο­νη δι­α­δι­κα­σί­α ό­λο αυ­τό, και φυ­σι­κά το ση­μαν­τι­κό­τε­ρο εί­ναι να γί­νε­ται με τέ­τοι­ο τρό­πο, που να α­φο­ρά και άλ­λους, δι­α­φο­ρε­τι­κά δεν εί­ναι τέ­χνη, αλ­λά πα­ρα­μέ­νει α­πλή ψυ­χα­να­λυ­τι­κή δι­α­δι­κα­σί­α ε­σω­τε­ρι­κής κα­τα­νά­λω­σης.

Γύ­ρω μας συ­ναν­τά­με αν­θρώ­πους που κά­νουν κι αυ­τό, κι ε­κεί­νο και το άλ­λο, που κά­νουν τέ­λος πάν­των πολ­λά, έ­χω την αί­σθη­ση ό­τι πολ­λοί λί­γοι αγ­γί­ζουν βα­θύ­τε­ρα υ­παρ­ξια­κά στρώ­μα­τα, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι σκορ­πί­ζον­ται σε ε­πι­φα­νεια­κές χα­ρι­τω­μέ­νες δε­ξι­ό­τη­τες. Το ση­μεί­ο ι­σορ­ρο­πί­ας των δύ­ο αυ­τών εκ­φρα­στι­κών μέ­σων εί­ναι δύ­σκο­λο για μέ­να, και δεν ξέ­ρω κα­θό­λου πως θα προ­χω­ρή­σει στο μέλ­λον, α­πλώς μέ­χρι στιγ­μής λει­τουρ­γεί, ό­πως σας εί­πα, συμ­πλη­ρω­μα­τι­κά μέ­σα μου, ο­πό­τε μ’ έ­ναν τρό­πο ι­σορ­ρο­πεί.

 Τι εί­ναι αυ­τό που πε­ρισ­σό­τε­ρο τους κερ­δί­ζει; εν­νο­ώ α­πό αυ­τούς που γνω­ρί­ζουν και τα δυ­ο, τη ζω­γρα­φι­κή και την λο­γο­τε­χνί­α σας;

 Αυ­τό, δεν νο­μί­ζω ό­τι εί­μαι ε­γώ αρ­μό­δια να το πω.

 Τι σας έ­χουν πει;

Συ­χνά μου ε­πι­ση­μαί­νουν ό­τι έ­να στοι­χεί­ο που τους α­ρέ­σει και τους α­πε­λευ­θε­ρώ­νει εί­ναι το α­νοι­χτό πε­δί­ο ερ­μη­νεί­ας στη δου­λειά μου. Ό­ταν τα στοι­χεί­α, οι πλη­ρο­φο­ρί­ες, τα τε­κται­νό­με­να ή α­πει­κο­νι­ζό­με­να δεν εί­ναι α­σφυ­κτι­κά και α­πο­λύ­τως τε­λε­σί­δι­κα δι­α­τυ­πω­μέ­να, ό­ταν α­φή­νουν χώ­ρο και για το κα­θρέ­φτι­σμα του ψυ­χι­κού κό­σμου του α­πο­δέ­κτη. Με αυ­τό, δεν εν­νο­ώ ό­τι δεν υ­πάρ­χει υ­πό­θε­ση, θέ­μα, αρ­χή, μέ­ση και τέ­λος κλπ. Ό­λα αυ­τά υ­πάρ­χουν, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να μεί­νει πάν­τα και χώ­ρος για τον άλ­λο. Υ­πάρ­χουν πε­ρι­πτώ­σεις, κυ­ρί­ως στην ζω­γρα­φι­κή αλ­λά και στην πε­ζο­γρα­φί­α, που βλέ­πουν πράγ­μα­τα (σχή­μα­τα, σχέ­σεις, κ.α) πέ­ρα α­πό αυ­τά που αρ­χι­κά σχε­δί­α­σα και α­να­γνώ­ρι­σα ε­γώ η ί­δια στο έρ­γο. Τό­τε α­κού­ω πο­λύ προ­σε­κτι­κά ό­σα έ­χουν να μου πουν κά­θε φο­ρά, με κά­νουν πλου­σι­ό­τε­ρη.

 Ε­σείς τι θα τους λέ­γα­τε;

 Ε­γώ αυ­τό που πάν­τα λέ­ω, εί­ναι έ­να με­γά­λο ευ­χα­ρι­στώ, για τις νέ­ες ο­πτι­κές γω­νί­ες που προ­σθέ­τουν ή α­να­κα­λύ­πτω μέ­σα α­πό τα λε­γό­με­νά τους στην δου­λειά μου. Έ­να έρ­γο μό­νο να κερ­δί­σει έ­χει α­πό την πο­λυ­ε­πί­πε­δη πολ­λα­πλή α­νά­γνω­ση-ερ­μη­νεί­α.

 Πώς βλέ­πε­τε τον συγ­γρα­φέ­α ως δη­μι­ουρ­γό;

Ο συγ­γρα­φέ­ας, και μι­λώ για τον πε­ζο­γρά­φο, προ­κει­μέ­νου να πα­ρα­μεί­νει δη­μι­ουρ­γός, δη­λα­δή καλ­λι­τέ­χνης της α­φή­γη­σης, πρέ­πει, α­κού­γον­τας το γλυ­κό τρα­γού­δι των σει­ρή­νων της α­γο­ράς, να πα­ρα­μέ­νει γε­ρά δε­μέ­νος στο κα­τάρ­τι της γρα­φής. Ο πει­ρα­σμός για τον πε­ζο­γρά­φο εί­ναι ο ο­λο­κλη­ρω­τι­σμός της α­φή­γη­σης. Ο πλή­ρης έ­λεγ­χος ό­χι του α­πο­τε­λέ­σμα­τος αλ­λά της πρόσ­λη­ψης, που ε­πι­τυγ­χά­νε­ται με τις νο­η­μα­τι­κά α­νώ­δυ­νες ι­στο­ρί­ες, τις α­πελ­πι­στι­κά κα­θα­ρο­γραμ­μέ­νες, που δεν θα προ­δώ­σουν σε τί­πο­τα τις α­να­μο­νές ε­νός κοι­νού, που στην λο­γο­τε­χνί­α α­να­ζη­τά μια εύ­κο­λη δι­και­ο­λό­γη­ση της υ­παρ­ξια­κής του α­πο­τυ­χί­ας. Η κα­λή λο­γο­τε­χνί­α δεν λει­τουρ­γεί ως πα­ρη­γο­ριά, αλ­λά ως κά­θαρ­ση. Και η κά­θαρ­ση έ­χει ως τί­μη­μα την βα­θιά α­γω­νί­α του α­να­γνώ­στη για τις ί­δι­ες του τις α­ξί­ες.

Έ­πει­τα υ­πάρ­χει το θέ­μα των χα­ρα­κτή­ρων ε­νός έρ­γου, που για να μπο­ρέ­σουν να α­να­σά­νουν και ν’ α­να­πτυ­χθούν έ­τσι ώ­στε ν’ α­πο­κτή­σουν δι­κή τους ζω­ή κι υ­πό­στα­ση, χρει­ά­ζε­ται κά­ποι­ες στιγ­μές ο συγ­γρα­φέ­ας να πη­γαί­νει στην ά­κρη, να α­φή­νει χώ­ρο. Στην ΑΣΚΤ α­νά­με­σα στα άλ­λα εί­χα σπου­δά­σει σκη­νο­γρα­φί­α και έ­χω σκη­νο­γρα­φή­σει αρ­κε­τές θε­α­τρι­κές πα­ρα­στά­σεις ε­ρα­σι­τε­χνι­κού θε­ά­τρου. Στα βι­βλί­α του Στα­νισ­λάφ­σκι που δι­ά­βα­σα, τα σχε­τι­κά με τη θε­α­τρι­κή πα­ρά­στα­ση και το χτί­σι­μο ε­νός ρό­λου, βρή­κα πολ­λές εν­δι­α­φέ­ρου­σες σκέ­ψεις, που μου χρη­σί­μευ­σαν πέ­ραν της σκη­νο­γρα­φί­ας και στην πε­ζο­γρα­φί­α. Λέ­ει κά­που, πως ο ρό­λος για να πά­ψει να εί­ναι χάρ­τι­νος και μο­νο­δι­ά­στα­τος χρει­ά­ζε­ται χώ­ρο και κί­νη­ση πέ­ρα α­πό την σκη­νή και προ­ο­πτι­κή μέ­σα στο χρό­νο πέ­ρα α­πό το έρ­γο. Το ί­διο α­κρι­βώς συμ­βαί­νει και με τον χα­ρα­κτή­ρα στο λο­γο­τε­χνι­κό κεί­με­νο. Εί­ναι χρή­σι­μο ε­πο­μέ­νως, κά­ποι­ες φο­ρές, ο συγ­γρα­φέ­ας να τον α­φουγ­κρά­ζε­ται και να τον α­κο­λου­θεί. Με αυ­τήν την έν­νοι­α μπο­ρεί ο δη­μι­ουρ­γός – συγ­γρα­φέ­ας να μά­θει και να εμ­πλου­τι­σθεί πα­ρα­τη­ρών­τας το δη­μι­ούρ­γη­μά του.

Ημερομηνία: 01/09/2008
Πηγή: literature.ironikopoulou.gr
Από την ιστοσελίδα diavasame.gr

Leave a Reply